Δευτέρα 21 Φεβρουαρίου 2011

Για τη περιβόητη «Πράσινη Ανάπτυξη».

Του Κώστα Φαγογένη
Μέλος της Αντικαπιταλιστικής Αριστεράς στα Ιόνια.

Ένα από τα κυρία χαρακτηριστικά της σημερινής πολυδιάστατης κρίσης είναι και η οικολογική κρίση. Η καταστροφή των οικολογικών συστημάτων, η εκτεταμένη μόλυνση, η βαθμιαία εξάντληση των φυσικών πόρων και, γενικά,.......


Τα επιτακτικά προβλήματα του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων τροφοδότησαν μια συζήτηση επανεξέτασης της σχέσης του ανθρώπου προς το περιβάλλον, που διαμόρφωσαν με τη σειρά τους αντίστοιχες προτάσεις και θέσεις εξόδου από τη κρίση.


Αφενός διαμορφώνεται μια λογική που αποδέχεται το σημερινό σύστημα ως κάτι δεδομένο, θεωρώντας μάλιστα ότι δεν έχει καμία σχέση με τη σημερινή οικολογική κρίση ή, ακόμα και αν έχει σχέση, οπωσδήποτε δεν οφείλεται στο ίδιο το σύστημα αλλά απλώς στη κακή λειτουργία του ή στην επικράτηση ενός διαβρωτικού πολιτιστικού προτύπου. Αφετέρου, διαμορφώνεται και μια δεύτερη λογική, που θεωρεί ότι η μελέτη των δομών του συγκεκριμένου και ιστορικά προσδιορισμένου καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, των ορίων του, της σχέσης του με το περιβάλλον, και επομένως με την οικολογική κρίση, αποτελεί όρο μιας δημιουργικής λύσης των αντιφάσεων του, προς όφελος των εργαζομένων και της φύσης. Για τη δεύτερη αυτή άποψη, τα προβλήματα του περιβάλλοντος και η λύση τους δεν μπορούν να ιδωθούν παρά μόνο μέσα από το πρίσμα της βασικής αντίθεσης που χαρακτηρίζει το καπιταλισμό της εποχής μας, δηλαδή την αντίθεση ανάμεσα στις δυνάμεις του κεφαλαίου και τις δυνάμεις της ζωντανής εργασίας. Στη μεν πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τις διάφορες μορφές της τεχνοκρατικής οικολογίας και στη δεύτερη με τη ριζοσπαστική οικολογία, δηλαδή με την μαρξιστική προσέγγιση των προβλημάτων του περιβάλλοντος και των φυσικών πόρων.
Έτσι, στην πρώτη κατηγορία ανήκει, για παράδειγμα ο περιβαλλοντισμός (που υποστηρίζουν νεοφιλελεύθεροι αλλά και σοσιαλδημοκράτες περιβαλλοντιστές), τμήμα του οποίου αποτελεί και η προσέγγιση της «Πράσινης Ανάπτυξης». Οι προσεγγίσεις αυτές έχουν κοινό χαρακτηριστικό ότι παίρνουν ως δεδομένο το σύστημα της οικονομίας της αγοράς, το οποίο υποτίθεται ότι με κατάλληλες οικονομικές πολιτικές και τεχνολογίες, θα μπορούσε να γίνει «φιλικό προς το περιβάλλον.
Η προσέγγιση της πράσινης ανάπτυξης αντιπροσωπεύει μια ρητή προσπάθεια σύνθεσης της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας με την οικολογία, μέσω της «Οικονομικής του Περιβάλλοντος και των Φυσικών Πόρων», που συγκροτήθηκε σαν ξεχωριστός κλάδος τη δεκαετία του ’70. Η προσέγγιση της «Πράσινης Ανάπτυξης» αποδίδει τις αιτίες των οικολογικών προβλημάτων σε διάφορες «εξωτερικότητες» στο γεγονός δηλαδή ότι οι τιμές του μηχανισμού της αγοράς δεν εκφράζουν, για διάφορους λόγους, το πραγματικό περιβαλλοντικό κόστος της παραγωγής, πράγμα που συνεπάγεται ότι με τις κατάλληλες οικονομικές πολιτικές (π.χ. η αρχή ο «ρυπαίνων πληρώνει») τα περισσότερα αν όχι όλα τα οικολογικά προβλήματα θα μπορούσαν να λυθούν. Για το σκοπό αυτό χρησιμοποιούνται τα οικονομικά εργαλεία της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας που αποθεώνει την οικονομική μεγέθυνση και υποτάσσει τα πάντα στο βωμό της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Θεωρείται δηλαδή ότι η νεοκλασική οικονομική θεωρία, που δημιούργησε το οικολογικό πρόβλημα και ευθύνεται για αυτό, αν ανακατευτεί στο σέικερ με ολίγη δόση από οικολογία, θα μας σώσει από την περιβαλλοντική καταστροφή...
Το πρόβλημα φυσικά είναι πολύ πιο πολύπλοκο από ότι το παρουσιάζουν οι αναλύσεις της «πράσινης ανάπτυξης». Έτσι, οι προτεινόμενες λύσεις, ακόμη και αν μπορούσαν να εφαρμοστούν, στην καλύτερη περίπτωση να είχαν επίδραση στα ηπιότερα οικολογικά προβλήματα αλλά σίγουρα δεν μπορούν να έχουν επίδραση σε προβλήματα που συνδέονται με το καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής, την οικονομίας της αγοράς και τη δυναμική του. Τα προβλήματα του θερμοκηπίου για παράδειγμα, της αποψίλωσης των δασών, της εξαφάνισης των ειδών, της εντατικής γεωργίας, όπως και το «ενεργειακό», που είναι τα σημαντικότερα οικολογικά προβλήματα, δεν μπορούν να λυθούν με «βιώσιμες» οικονομικές πολιτικές και τεχνολογίες.
Η επίλυση των παραπάνω προβλημάτων προϋποθέτει ριζικές αλλαγές, πράγμα αδύνατο στο υπάρχον τρόπο παραγωγής, που ακριβώς παράγει και αναπαράγει αυτόν τον τρόπο εκμετάλλευσης της φύσης και του ανθρώπου. Οι προτεινόμενες επομένως «λύσεις» είναι αποπροσανατολιστικές και έχουν ιδεολογικό χαρακτήρα, δηλαδή να πείσουν ότι είναι δυνατή η αποτελεσματική προστασία του περιβάλλοντος στο υπάρχον σύστημα.
Στη κατηγορία της τεχνοκρατικής οικολογίας ανήκουν σήμερα τα Πράσινα κόμματα (στην ελληνική περίπτωση οι Οικολόγοι Πράσινοι), που στη δεκαετία του ’90 βρέθηκαν στην εξουσία στην δυτική Ευρώπη. Χαρακτηριστικό τους είναι ότι αποδέχονται πλήρως τον σύγχρονο καπιταλισμό, όπως εκφράζεται στο οικονομικό επίπεδο με την διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς και στο πολιτικό επίπεδο με τον αναβαθμισμένο και επιθετικό νέο ρόλο του ΝΑΤΟ (βλ. τη συμφωνία τους για το βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας). Το ίδιο είδος τεχνοκρατικής οικολογίας υποστηρίζουν και οι διάφορες ακτιβιστικές ή μη οικολογικές οργανώσεις τύπου Γκρίνπις, που τα στελέχη τους μεταπηδούν με ευκολία σε υπουργικές θέσεις (βλ. Ευθιμιόπουλος, πρώην διευθυντής της Γκρίνπις και μετέπειτα υφυπουργός περιβάλλοντος του «σοσιαλιστικού» ΠΑΣΟΚ).


Δεν πρέπει επομένως να εκπλήσσεται κανείς για τη στήριξη που παρέχει ο Φαναριώτης, μέλος των Οικολόγων Πράσινων και πρόεδρος της "Περιβαλλοντικής Πρωτοβουλίας", στην φαραωνικών διαστάσεων (για τα δεδομένα της Κέρκυρας) επένδυση της πολυεθνικής Enova για το Αιολικό Πάρκο στον Παντοκράτορα, παρά τα σφοδρά επιχειρήματα που έχουν κατατεθεί για το μέγεθος της οικολογικής καταστροφής. Ούτε προκαλεί έκπληξη ότι η στήριξη των επενδυτικών σχεδίων της εταιρίας, εντάσσεται από τον ίδιο τον Φαναριώτη στη γενικότερη φιλοσοφία σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, τα περιβόητα ΣΔΙΤ . Μονό που τα ΣΔΙΤ στο τομέα της ενέργειας (και όχι μόνο), ένα στόχο έχουν: να ιδιωτικοποιήσουν τη παραγωγή ενέργειας, που έως τώρα είναι μονοπώλιο της δημόσιας ΔΕΗ. Με τραγικές συνέπειες τόσο στη ποιότητα όσο και στην τιμολόγηση των παρεχόμενων υπηρεσιών.


Παρόλα αυτά, τόσο σε διεθνές όσο και σε τοπικό επίπεδο, φαίνεται να κερδίζει έδαφος η ριζοσπαστική οικολογία, καθώς 20 και πλέον χρόνια μετά τη πρωτοδιατύπωση της έννοιας της «Πράσινης Ανάπτυξης» κανένας δείκτης προστασίας του περιβάλλοντος δεν έχει βελτιωθεί. Η ριζοσπαστική οικολογία δεν εκφράζεται από ένα ενιαίο μόρφωμα αλλά από ένα γαλαξία πολιτικών κινήσεων, πρωτοβουλιών κατοίκων, τοπικών κινημάτων και περιβαλλοντικών οργανώσεων, που αντιλαμβάνονται, σε διαφορετικές αποχρώσεις, ότι η αιτία των περιβαλλοντικών προβλημάτων βρίσκεται στην τυφλή, αδηφάγα και χωρίς όρια επιδίωξη της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
η ραγδαία υποβάθμιση του περιβάλλοντος και της ποιότητας ζωής έχουν κάνει ξεκάθαρα τα όρια της καπιταλιστικής οικονομικής ανάπτυξης στα 40 τελευταία χρόνια (φαινόμενο του θερμοκηπίου, διοξίνες, εξαφάνιση των τροπικών δασών, που ζει το ένα τρίτο του συνόλου των φυτών και των ζώων της γης, εντατική γεωργική καλλιέργεια και αλλοίωση των αγρο-οικοσυστημάτων με αποτέλεσμα το ξέσπασμα διάφορων επιδημιών, όπως τρελές αγελάδες, γρίπη των χοίρων).