Εγώ πάντρεψα την Κατερίνα, εγώ την κήδεψα.
Η Κατερίνα αγαπούσε την πόλη. Από το Λιστόν ως το Σαρόκο και από το Σολάρι ως την Γαρίτσα ανάσαινε τον ρυθμό της, ζούσε με ένταση τον πυρετό της. Ήταν ερωτευμένη με την πόλη της, μια πόλη που δεν της άξιζε.
Η Κατερίνα ήταν ένα πρότυπο. Πρότυπο συντρόφου, πρότυπο μητέρας, πρότυπο επιστήμονα, πρότυπο επαγγελματία. Και για να μείνει πρότυπο, έτρεχε ολημερίς στην πόλη που της χάριζε κάθε λεπτό την αστοργία της. Ο χρόνος ήταν πάντα λίγος γι’αυτήν, όσο πολλοί ήσαν οι ύπουλοι κίνδυνοι που ελλόχευαν σιμά της.
Η πόλη, ένας λαβύρινθος χωρίς μίτο, με πλήθος μινωταύρων να παραμονεύουν σε κάθε γωνία.
Το άστυ καταπίνει σάρκες και ψυχές και ξερνάει το άλεσμα τους στις μυλόπετρες της κατανάλωσης. Χρόνος, αισθήματα, καρδιές, σιδερένια θηρία, απορρίμματα, όλα μαζί αξεδιάλυτο κουβάρι, ριγμένο στο χωνευτήρι της καθημερινότητας, στα σαγόνια μιας γής που έμεινε ορφανή από τον άνθρωπο.
Μας είπαν ότι η Κατερίνα πέρασε με κόκκινο. Και λοιπόν; Όταν ο καταδιωκόμενος πεζός διαθέτει τρία δεύτερα (ναι, ακόμα και σήμερα τρία δεύτερα!) για να κερδίσει την ζωή ή τον θάνατο στις συμπληγάδες μιας διάβασης στο πιο πολυσύχναστο σημείο της πόλης όπου εμείς οι οδηγοί στη θέα του πορτοκαλί επιταχύνουμε αντί να ακινητούμε, τότε το πράσινο, πορτοκαλί και κόκκινο γίνονται ένα φρικαλέο ουράνιο τόξο που μας εξακοντίζει στην κόλαση.
Νομίζετε πως την Κατερίνα την σκότωσε ο οδηγός που ολοφύρονταν μπροστά στο σάρκινο άλεσμα των τροχών του σιδερένιου θηρίου που τιθάσευε; Γελιέστε. Την Κατερίνα την σκοτώσαμε όλοι μας. Όλοι εμείς που απλώνουμε την αμεριμνησία μας για να αυλακώνουν την καρδία της πόλης σιδερένια θηρία ανεμπόδιστα. Όλοι εμείς που απλώνουμε την αμεριμνησία μας για να αυλακώνουν την καρδιά της πόλης σιδερένια θηρία ανεμπόδιστα. Όλοι εμείς που ο συγκλονισμός μας κρατά ίσαμε το ανοιγόκλεισμα ενός βλεφάρου, μέχρι που ο πρωινός Αυτιάς να μας σερβίρει προς κατανάλωση την επόμενη είδηση.
Γύρω η πόλη είναι ένας οχετός που ξεχιλάει κουφάρια, αλλά ο πολιτικός πετρώνει στο λιθάρι της σκοπιμότητας, ο δήμαρχος σχοινοβατεί στον εσμό των συμφερόντων, ο δικαστής οχυρώνεται πίσω από την έδρα του, ο αστυνόμος διπλώνει για να ζυγίσει μια ελλιπή μερίδα, ο υπάλληλος ξαναμετρά χασμώμενος τα τάλαρα του μισθού του και ο πολίτης αποενοχοποιεί την συνείδησή του με την ψήφο του. Όλοι μας έχουμε άποψη για όλα, αλλά κανείς βούληση για τίποτα. Και η πόλη παφλάζει στον βάλτο του μηδενός , ανακυκλώνοντας τις απεκκρίσεις της με αυταρέσκεια.
Όμως, ο νομοθέτης ολιγωρεί, ο κυβερνήτης ασελγεί, ο κριτής σιγεί, ο φύλακας αργεί και ο πολίτης πάσχει, τότε η πόλη καταλύεται. Και όταν η πόλη καταλυθεί, τότε δικαιώνεται το φλεγόμενο άστυ.
Κοιτάξτε τους είναι όλοι εδώ, παρατεταγμένοι αντίκρυ της. Ο πολιτικός οπλίζει την αναλγησία του, ο δήμαρχος οπλίζει την αβελτηρία του, ο δικαστής οπλίζει την ησυχία του, ο αστυνόμος, οπλίζει την αμεριμνησία του. Κι εγώ ο πολίτης δίνω το παράγγελμα με την ψήφο μου.
Σκοπεύσατε πύρ!
Εγώ πάντρεψα την Κατερίνα, εγώ την σκότωσα, εγώ την κήδεψα.
Ο επικεφαλής του εκτελεστικού αποσπάσματος,
Πολίτης
ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΕΡΔΙΚΑΡΗΣ
Τεθλιμμένος συγγενής