Επί της μακροσκελούς μελέτης αξιολόγησης του Χωροταξικού των Ιονίων Νήσων, που πρόκειται να συζητηθεί στο επικείμενο Περιφερειακό Συμβούλιο, είναι σκόπιμο να γίνουν οι εξής παρατηρήσεις:
(1) Είναι πολύ εύλογος ο προβληματισμός (Βραδής: http://ionianislandsvision2020.blogspot.gr/2013/03/blog-post.html) για τον χαρακτηρισμό της πόλης Κέρκυρας ως «δευτερεύοντος» πόλου στο Εθνικό Χωροταξικό, με μη συνυπολογισμό της λειτουργίας πανεπιστημιακού ιδρύματος (του Ιονίου) και της «εγγύτητας» με την Εγνατία. Η δε στατιστική εμφανίζει...
τον πληθυσμό της πόλης στο ήμισυ του αληθινού, αφού δεν προσμετρά αναπτυσσόμενα προάστιά της. Έτσι αποψιλώνεται η έδρα της Περιφέρειας από διοικητικές δομές που αναχωρούν προς τους «πρωτεύοντες» πόλους. Η ευλάβεια στο δόγμα της μη αμφισβήτησης του «υπερκείμενου» Εθνικού Χωροταξικού έχει όρια: η ίδια η ισχύουσα νομοθεσία ζητεί αποτίμηση χωρικών επιπτώσεων εθνικών πολιτικών. Διερωτώμεθα εξάλλου, ποιός «υπερκείμενος» χωροταξικός σχεδιασμός νομιμοποιεί το «Ρυθμιστικό» Ιωαννίνων όταν επιχειρεί ενσωμάτωση όλης της νήσου Κέρκυρας στη «Λειτουργική Αστική Περιοχή»/ΛΑΠ Ιωαννίνων(!);
(2) Διακρίνεται στη μελέτη (ακόμα και στην ορολογία) η αδυναμία εκπόνησης νησιωτικής πολιτικής στο πλαίσιο των εφαρμοζόμενων «χερσοκεντρικών» εθνικών πολιτικών. Τα περί «περιφερειακότητας» ή «απομόνωσης» των νήσων είναι εντυπωσιακά άστοχα, εφόσον η Επτάνησος είναι κεντρικότερη της Ελλάδας στο ευρωπαϊκό πλαίσιο, οι οικονομίες της είναι πλήρως διεθνοποιημένες (Τουρισμός), τα δε αεροδρόμιά της, ιδίως της Κέρκυρας, διεθνή. Πρέπει να αλλάξει ο χάρτης των Αποκεντρωμένων Διοικήσεων που κατακερματίζει τον ελληνικό νησιωτικό χώρο και να διαμορφωθεί μία ενοποιημένη νησιωτική Αποκεντρωμένη Διοίκηση (Ιόνιο και Αιγαίο). Το ίδιο να ισχύσει και στα Υδατικά Διαμερίσματα.
(3) Είναι υποτονική η μνεία της μελέτης στο μείζον ζήτημα των φραγμάτων-λιμνοδεξαμενών, η εγκατάλειψη των οποίων στην περίπτωση της Κέρκυρας αποτελεί και απόκλιση από τη σχετική πρόβλεψη του θεσμοθετημένου Χωροταξικού. Είναι επίσης πρόβλημα η έλλειψη αρδευτικών φραγμάτων.
(4) Για την Ενέργεια η έμφαση στην ανάπτυξη ΑΠΕ (Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας) είναι ικανοποιητική. Πρέπει ειδικότερα, με σκοπό ένα υγιές ισοζύγιο παραγωγής-κατανάλωσης ενέργειας, να αντλήσουμε θερμική ενέργεια από τη βιομάζα, και ηλεκτρική από Αιολικά μικρής κλίμακας που δεν θα προσβάλλουν το τοπίο. Αντίθετα η αλόγιστη ανάπτυξη φωτοβολταϊκών που ήδη συντελείται συνιστά προϊούσα καταστροφή με ελάχιστη πραγματική συμβολή στο ενεργειακό ισοζύγιο. Επίσης διασπαθίζει τον εδαφικό πόρο που σπανίζει περισσότερο στη νησιωτική κλίμακα. Η οριακή μνεία του υποθαλάσσιου πλούτου των υδρογονανθράκων ας προσεχτεί: το κεφάλαιο αυτό είναι μέρος του «περιουσιολογίου» της Περιφέρειας, που έχει λαμβάνειν αντισταθμιστικά ωφέλη από ενδεχόμενη αξιοποίησή του. Προβληματισμό προξενεί και η εξαίρεση της Περιφέρειας από το δίκτυο Φυσικού Αερίου, ιδίως αν αυτό φτάσει να αντλείται στο μεσομακροπρόθεσμο μέλλον στα νερά της.
(5) Στον τομέα της τουριστικής ανάπτυξης, όπου ο κορεσμός θεωρείται δεδομένος, δίδεται η πρέπουσα προσοχή στην «αντιμετώπιση» της αναπτυσσόμενης πίεσης της παραθεριστικής κατοικίας που επιφέρει καταστροφή στο φυσικό περιβάλλον καταναλώνοντας φυσικούς πόρους υπερβαίνοντας την φέρουσα ικανότητα των περιοχών (σελ. 587). Ορθότερο είναι να γίνει ρητά λόγος για πολιτική «ανάσχεσης» της παραθεριστικής κατοικίας.
(6) Τα χρήζοντα προστασίας αξιόλογα οικοσυστήματα της Κέρκυρας μνημονεύονται εξαντλητικά από τη μελέτη, που επεκτείνεται και στη μνεία των «μη θεσμοθετημένων» (σελ. 390) – όπως ο Ερημίτης. Πρέπει να γίνει αυστηρή αναφορά στην «παράλειψη καθήκοντος» της Πολιτείας να εκδώσει τα Προεδρικά Διατάγματα για τις περιοχές NATURA 2000, που παραμένουν εκτεθειμένες σε πιέσεις όπως και η μελέτη διαβλέπει. Πρέπει να προβλέπεται σύσταση στην Κέρκυρα δεύτερου σε περιφερειακό επίπεδο ενιαίου Φορέα Διαχείρισης, αν ο ανάλογος φορέας του Θαλασσίου Πάρκου της Ζακύνθου καλύψει το Νότιο Ιόνιο (Αίνος).
(7) Στον Πρωτογενή Τομέα, στην κυρίαρχη στην Κέρκυρα ελαιοκαλλιέργεια, να δοθεί έμφαση στις διαπιστωμένες ανάγκες: τυποποίησης-πιστοποίησης του κερκυραϊκού λαδιού, κατοχύρωσης ονομασίας «Λιανοληάς Κερκύρας», και επέκτασης της βιολογικής καλλιέργειας. Η ελαιοκομία να ενταθεί με παρεμβάσεις που θα βοηθήσουν στην εξυγίανση του ελαιώνα, με αυστηρή εφαρμογή του υφισταμένου νομικού πλαισίου, και καταστολή της παράνομης ξύλευσης. Η εγκατάλειψη-λόγγιασμα του ελαιώνα που συχνά «επισφραγίζεται» με τον αυθαίρετο χαρακτηρισμό του ως «δάσος», είναι άμεσος εχθρός, ενώ ενέχει κίνδυνο μείζονος καταστροφής από πυρκαγιά. Νέες ποικιλίες εληάς που εμπλουτίζουν τη βιοποικιλότητα να εισαχθούν έπειτα από πειραματικές εφαρμογές και σχεδιασμό κατά περιοχές που καθιστούν αναγκαία την επαναλειτουργία του Ινστιτούτου Ελαίας. Κτηνοτροφία μπορεί να αναπτυχθεί εναρμονισμένη με την ελαιοκομία. Τα ελαιοτριβεία να μετεγκατασταθούν εκτός οικισμών και να υιοθετήσουν εγκεκριμένα μοντέλα διάθεσης αποβλήτων – χωρίς να συγκεντρωθούν όπως συζητεί η μελέτη σε ένα σημείο. Η εκ νέου ανάπτυξη της αμπελουργίας, που έχει μακρές ρίζες και προοπτική στην Κέρκυρα, προϋποθέτει «φιλικότερο» στον καλλιεργητή νομικό πλαίσιο και διοικητική πρακτική. Μπορεί (και πρέπει) να αποτελέσει συμπληρωματικό και εξισορροπητικό παράγοντα της κερκυραϊκής αγροτικής οικονομίας.
Προχωρώντας λίγα βήματα παραπέρα: η Κέρκυρα, με μία απίθανη ποικιλία μικροκλιμάτων, είναι ιδεώδες πεδίο ανάπτυξης πολυκαλλιέργειας που εγκλωβίστηκε ιστορικά σε μονοκαλλιέργεια, με αρνητικές οικολογικές και οικονομικές συνέπειες. Η αποκατάσταση μίας ολοκληρωμένης νησιωτικής οικολογίας με την αναδιάρθρωση των καλλιεργειών συνολικά, είναι σπουδαίο έργο που θα μπορούσε να ξεκινήσει αν το Ινστιτούτο Ελαίας αναβίωνε – με την εμπλοκή, στο βέλτιστο σενάριο, του ΤΕΙ Ιονίων. Κάτι τέτοιο φαντάζει μεγαλεπήβολο, αλλά αυτή ακριβώς η κλίμακα είναι το πεδίο της χωροταξίας, όταν δεν λειτουργεί διεκπεραιωτικά.
ο Πρόεδρος
Αριστοτέλης Κοσκινάς