Παρασκευή 21 Σεπτεμβρίου 2012

Ο Λόρενς Ντάρελ και ο ρόλος του στο Κυπριακό

ΤΗΣ ΦΩΤΕΙΝΗΣ ΔΗΜΗΡΟΥΛΗ*

Ο κατά συνθήκην φιλελληνισμός του Ντάρελ συνάδει με τις γενικότερες απόψεις του αλλά και την έκδηλη ανησυχία του για την παρακμή της βρετανικής αυτοκρατορίας: «Αν η Κύπρος εγκαταλειπόταν αστόχαστα με τη θέλησή μας, τι θα γινόταν τότε το Χόνγκ Κόνγκ, η Μάλτα, το Γιβραλτάρ, οι Φάλκλαντς, το Άντεν - όλα νησιά και σημεία πολυτάραχα αλλά σταθερά στο μέγα σύνολο; Η Κύπρος, από γεωγραφικής απόψεως, ανήκε στην ίδια την ραχοκοκκαλία της Αυτοκρατορίας. Δεν θα ʽπρεπε....
λοιπόν να κρατηθεί με κάθε θυσία;» (Π 226). Ο Ντάρελ, που είχε σπεύσει να απαρνηθεί τη βρετανική του καταγωγή τα προηγούμενα χρόνια, συχνά στα Πικρολέμονα ταυτίζεται πλήρως με τον βρετανικό χαρακτήρα, του οποίου την ανωτερότητα υπερασπίζεται σε σύγκριση με «την ακούραστη κρυψιβουλία και ανειλικρίνεια του μεσογειακού τρόπου ζωής» (Π 38). Όταν η κυπριακή αντίσταση ξεσπά την 1η Απριλίου του 1955 παρατηρεί έντρομος και οργισμένος την «αμαθή και αξιαγάπητη αγροτιά» να μεταλλάσσονται σε «εγκληματίες» που «δεν έδειχναν την παραμικρή συναίσθηση πολιτικής ευθύνης» (Π 207). Καθώς η κατάσταση στο νησί χειροτερεύει, οι περιγραφές γίνονται απαισιόδοξες. Ο Ντάρελ αποδίδει κάποιες -διπλωματικού μόνο χαρακτήρα- ευθύνες στη βρετανική Κυβέρνηση και σημειώνει την αδυναμία της να ελέγξει «τα φαντάσματα μιας τρομοκρατίας» (Π 236) που σταδιακά εξαπλώνονταν. Υποστηρίζει πως, αν η Βρετανία είχε κινηθεί έξυπνα, υποσχόμενη την Κύπρο στην Ελλάδα μελλοντικά, θα απέφευγε να εξοργίσει τους Κύπριους, που περιγράφονται ως παράλογοι από τη φύση τους, «κινούμενοι πότε από τη μία και πότε από την άλλη διάθεση, εντελώς κυριαρχημένοι από τα κέφια τους», στοιχεία που ο ίδιος συνδέει με την πλήρη έλλειψη κλασικής «Σωκρατικής λογικής» (Π 266). Επίσης ισχυρίζεται πως, εκτός από την ανικανότητά τους να παραπλανήσουν με υποσχέσεις, οι Βρετανοί ήταν υπεύθυνοι για την αμέλειά τους να εκπολιτίσουν τους Κύπριους που παρέμεναν έρμαια των δικών τους υπανάπτυκτων υποδομών: «Δική μας ήταν η αποτυχία να προβάλουμε το βρετανικό ήθος, να καταστήσουμε προσιτή στον Κύπριο την ευρύτητα των πολιτικών και πολιτιστικών μας δυνατοτήτων, και αυτό συνέβαλε στο αίσθημα της εγκατάλειψης, στο αποθαρρυντικό τους συναίσθημα πως ήταν αμελητέα ποσότης. Η βασική αποτυχία έγκειται κατά κάποιο τρόπο στην ανικανότητά μας να τον περιλάβουμε, μαζί με τις αξίες του, στη βρετανική οικογένεια» (Π 157-8). Αποδίδει την αδυναμία των Κυπρίων να αντιληφθούν ότι η αγγλική κατοχή του νησιού είναι υπέρ τους στην «έλλειψη παιδείας» (Π 158) και καταλήγει, επιδεικνύοντας τη νενομισμένη συγκατάβαση προς κατωτέρους, ότι αισθανόταν «πικρή ντροπή για την παραμέληση που υπόφεραν οι άνθρωποι αυτοί - οι φτωχοί Cyps».(Π 239) Ο Ντάρελ, υιοθετώντας στα Πικρολέμονα την προοπτική του άγγλου υπηκόου και υπηρέτη του στέμματος, αιφνιδιάζει τον αναγνώστη που γνωρίζει το περιεχόμενο των υπόλοιπων νησιωτικών αφηγήσεών του. Η μεταστροφή γίνεται ακόμη πιο έντονα αντιληπτή στην προσωπική του ζωή, όταν το 1954 διορίζεται διευθυντής του γραφείου πληροφοριών και δημοσίων σχέσεων, καθώς και του ραδιοφωνικού σταθμού της αποικιακής βρετανικής κυβέρνησης στην Κύπρο. Η επιλογή αυτή, εν μέσω κρίσιμων πολιτικά περιστάσεων, αποτέλεσε και την αιτία δυσφορίας του Γιώργου Σεφέρη, ο οποίος αναφέρει χαρακτηριστικά σε επιστολή του στον Γ.Π. Σαββίδη: «Οι περισπούδαστοι κύριοι των Commons που υποστηρίζουν ότι οι Κύπριοι δεν είναι Έλληνες, ούτε έχουν συμφέρον να είναι Έλληνες, αλλά ουρανοκατέβατοι που πρέπει να κοιτάζουν πώς θα καλοπεράσουν γλείφοντας τον αφέντη που τους έστειλε ο Πανάγαθος -τους Λουζινιάν, τους Βενετσάνους, τον Γκρατσινόρη ή τους αποικοβοσκούς της Ταγκανίκας-, οι περισπούδαστοι αυτοί κύριοι δεν είναι πνευματικοί άνθρωποι -σύμφωνοι και σε αυτό. Όταν όμως βλέπω πνευματικά ιδρύματα, με πολλή τέχνη είναι αλήθεια, να μπαίνουν στη δούλεψη αυτών των κυρίων, αρχίζω να κουμπώνομαι. Και όταν βλέπω πνευματικούς ανθρώπους και φίλους μας (π.χ. Ντάρελ) να γίνονται προπαγανδιστές αυτών των κυρίων και να χρησιμοποιούν και τις φιλίες που είχαν στην Ελλάδα ακόμη, για να εισδύσουν και να εξανδραποδίσουν συνειδήσεις στο νησί -ε, τότε κουμπώνομαι ολωσδιόλου».1 Η νέα θέση, τα επίσημα καθήκοντα της οποίας περιλάμβαναν την υποχρέωση αναφοράς στη βρετανική κυβέρνηση οποιασδήποτε αντίθεσης στην πολιτική της, την επίδειξη του αποικιακού τρόπου ζωής, καθώς και τη διάδοση πληροφοριών, προκαλεί έντονη καχυποψία στον μεγάλο κύκλο γνωριμιών και διασυνδέσεων του βρετανού συγγραφέα με έλληνες και κύπριους ανθρώπους των γραμμάτων και της τέχνης. Ο κύπριος ζωγράφος Αδαμάντιος Διαμαντής γράφει σαρκαστικά στον Σεφέρη έχοντας τον Ντάρελ κατά νου: “Πολλές φορές οργίζομαι και κάποτε τους φοβούμαι- god save us from the philhellenes! (Ο Θεός να μας σώσει από τους φιλέλληνες)».2 Ο Ντάρελ είχε προβλέψει τις αντιδράσεις που θα προέκυπταν από τη συνεργασία του με την αποικιακή κυβέρνηση και ήταν προετοιμασμένος γιʼ αυτές. Στην απόρρητη επιστολή για υποστήριξη της αίτησης του, η οποία υποβλήθηκε από τον ίδιο στον βρετανό Κυβερνήτη (17 Φεβρουαρίου 1954), γράφει: «Δεν γνωρίζω εάν ο ευρύς κύκλος των προσωπικών μου σχέσεων θα επιβίωνε ενός κρατικού διορισμού όπως τον υπογραμμίσατε, ούτε γνωρίζω αν θα μπορούσα να εξασφαλίσω την εγκάρδια συνεργασία αυτών που τώρα με θεωρούν φίλο τους. Αλλά ο διορισμός ενός φιλέλληνα σε μια τέτοια θέση θα έθετε το Εθναρχικό Συμβούλιο σε μεγάλο δίλημμα, τη στιγμή που σε αυτό το ίδιο το συμβούλιο οφείλω την τωρινή μου θέση. Εάν μπορούσα να ξεκαθαρίσω μερικά ψυχολογικά εμπόδια, θα μπορούσα να επιτύχω να εισχωρήσω εις βάθος στον μηχανισμό αυτόν, πράγμα το οποίο θα δικαιολογούσε την ύπαρξη του δαπανηρού διορισμού μου ως CBS και το οποίο θα βοηθούσε να αναχαιτισθεί, αν όχι να εξολοθρευτεί, το ενωτικό συναίσθημα» [η υπογράμμιση δική μου]. Και υπογράφει την επιστολή «Παραμένω ο πλέον πιστός σας υπηρέτης».3 Πρέπει να σημειωθεί ότι, στην περίπτωση του Ντάρελ, ο «ευρύς κύκλος» γνωριμιών του είχε επεκταθεί στην πρωτεύουσα, στο κέντρο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής· εκεί ήρθε σε επαφή με εξέχοντες εκπροσώπους της γενιάς του ʼ30. Γρήγορα βρέθηκε, μαζί με τον Χένρι Μίλερ, στο επίκεντρο του πιο επιφανούς κύκλου λογοτεχνών και διανοουμένων της προπολεμικής Αθήνας. Ο Ντάρελ περιγράφει ενθουσιωδώς τις κοινές τους εμπειρίες στον ελληνικό χώρο και ιδιαίτερα τις τακτικές συναντήσεις τους στο σπίτι του Γιώργου Κατσίμπαλη, που έγινε ο ήρωας του Χένρι Μίλερ στον «Κολοσσό του Μαρουσιού». Η ρήξη Σεφέρη-Ντάρελ, με αφορμή το θέμα της Κύπρου, μετά τη δημοσιοποίηση της τοποθέτησης του δεύτερου στο ευαίσθητο πόστο της βρετανικής αρχής, δεν σήμανε την πλήρη διακοπή των επαφών με τους ανθρώπους της γενιάς, οι οποίοι, εκτός από σημαντικοί πολιτισμικοί παράγοντες ήσαν και πρόσωπα με κοινωνική επιρροή και πολιτικές διασυνδέσεις. Ο Σεφέρης -τον οποίο ο Ντάρελ αποκαλούσε «Έλιοτ της Ελλάδας»- διπλωμάτης ο ίδιος, και αργότερα πρέσβης της Ελλάδας στην Αγγλία, έχαιρε ιδιαίτερης εκτίμησης στο διεθνές προσκήνιο και έπαιξε σημαντικό ρόλο σε μία από της πιο κρίσιμες ιστορικές περιόδους για τη χώρα. Η διατήρηση της επαφής με τον Ντάρελ, παρά το αγκάθι του κυπριακού, εντάσσεται σε ένα ευρύτερο πλέγμα άσκησης επιρροής εκ μέρους της γενιάς του ʼ30 (και πρωτίστως του ίδιου του Σεφέρη) σε ένα πεδίο όπου τα όρια λογοτεχνικής δράσης, μυστικής διπλωματίας και πολιτικής ιδεολογίας είναι δυσδιάκριτα. Αλλά το ζήτημα αυτό είναι πολύ σύνθετο για να αναλυθεί περαιτέρω εδώ.4 Ας σταθούμε μόνο στη διαπίστωση ότι το «ταξίδι» του Ντάρελ στον ελληνικό κόσμο είναι πολύ πιο περίπλοκο και σκοτεινό απʼ ό,τι έχει υποστηριχθεί έως σήμερα. Στα ταξιδιωτικά του βιβλία, αν τα προσεγγίσει κανείς σαν αφήγηση σε συνέχειες, ο Ντάρελ εμφανίζεται να έχει διπλό ρόλο: του ξένου που έχει υιοθετήσει την ελληνική κουλτούρα, αναζητώντας έναν προσωπικό παράδεισο, και αυτόν του βρετανού υπαλλήλου που υπηρετεί την αποικιακή κυβέρνηση και τα συμφέροντά της. Τα Πικρολέμονα είναι η κορύφωση της σύγκρουσης των δύο αυτών ρόλων και η τελική υπερίσχυση της περιφρονητικής συγκατάβασης του «πολιτισμένου» ξένου προς τον «βάρβαρο» ιθαγενή. Ο συγγραφέας αναχωρεί από την Κύπρο βαθειά απογοητευμένος το 1956, αλλά και ανακουφισμένος που απέδρασε από τον «εφιάλτη», από μια Κύπρο που του θύμιζε «ένα είδος Κένυας».5 Αναφέρει ότι χρειάζεται «αποβαρβαροποίηση» και μετά την εγκατάστασή του στην Προβηγκία, γράφει: «Η Κύπρος μοιάζει τώρα χέρσα και άθλια και, φαντάζομαι, με περισσότερες ταραχές να έπονται... Ουφ... Αλλά πόσο μακριά φαντάζει η Κύπρος από την Ευρώπη. Η Προβηγκία είναι θαυμάσια».6 Η στατική αντίληψη του Ντάρελ για την Ελλάδα καταρρέει, καθώς τα γεγονότα φέρνουν στην επιφάνεια τη δύσκολη συγκυρία της πολιτικής αντιπαράθεσης και της ιδεολογικής διαφοράς. Η συμπαράταξή του με την επίσημη εξουσία (αποικιακή διοίκηση), και η επακόλουθη αναζωπύρωση της «βρετανικότητάς» του, καθιστούν ανέφικτο τον συμβιβασμό του εξιδανικευμένου ανθρωπισμού με την πολιτική πράξη και της αισθητικής αναζήτησης με την ιστορική πραγματικότητα. Επιθυμώντας αρχικά να γνωρίσει τη Νέα Ελλάδα στην αυθεντική μορφή της, ο Ντάρελ εγκλωβίζεται στο στερεότυπο «γρήγορη εξιδανίκευση - σταδιακή απογοήτευση», ένα στερεότυπο γνωστό από τις ρομαντικές αφηγήσεις του ελληνικού κόσμου και τη συναφή μυθολόγηση. Όπως σημειώνει ο Ρολάν Μπαρτ, «Οι σχέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους και στον μύθο δεν είναι σχέσεις αλήθειας, αλλά σχέσεις χρήσης: οι άνθρωποι απο-πολιτικοποιούν ανάλογα με τις ανάγκες τους».7 Εντέλει, το ίδιο το ταξίδι, ως μυθοπλαστική παιδαγωγία, κλονίζεται με τα Πικρολέμονα, αποδεικνύοντας πως οποιαδήποτε απόπειρα να μιλήσει κανείς για λογαριασμού του άλλου τόπου δεν είναι εύκολη ούτε αθώα. Το «μάτι» του ταξιδευτή, καθώς πλανάται πάνω από τον ξένο χώρο, είναι πάντοτε επιρρεπές σε εξιδανικεύσεις και στην προβολή προσωπικών προσδοκιών. Το σχήμα της ανακάλυψης ενός παραδείσου και της επακόλουθης απώλειάς του, που έχει τόσο πολύ χρησιμοποιηθεί από τους κριτικούς στην περίπτωση του Ντάρελ, δεν είναι παρά συγκαλυμμένη μεταφορά για την κατάρρευση μιας κατασκευασμένης πραγματικότητας, καθώς αυτή έρχεται αντιμέτωπη με ιστορικά και πολιτικά γεγονότα που αναιρούν τις διακηρύξεις του περιηγητή περί ιδεατού ελληνικού κόσμου. Όταν υποκείμενο αυτών των ιδεοληψιών είναι ο ευρωπαίος ταξιδευτής, ο οποίος συναντάται με την «άλλη» κουλτούρα, τότε υπεισέρχονται σχέσεις εξουσίας και υπεροχής, που εμπλέκουν το θέμα περαιτέρω ιδεολογικά. Από αυτή την άποψη η «νησιωτική τριλογία» του Ντάρελ αποτελεί ένα σημαντικό κεφάλαιο στην ιστορία του βρετανικού φιλελληνισμού, καθώς καταδεικνύει τα ουτοπικά χαρακτηριστικά της αναζήτησης αλλά και την άνιση σχέση περιηγητή-τόπου. Βυθισμένα καθώς είναι στην ιδεολογία της αποικιοκρατίας, βιβλία όπως τα Πικρολέμονα παραμένουν σημαντικά, γιατί μας θυμίζουν ότι παρόμοιες αφηγήσεις απόδρασης, περιπέτειας και ανακάλυψης δεν είναι μόνο λογοτεχνικά κείμενα αλλά και πολιτικές πράξεις. Ωστόσο, η «κειμενική πλευρά» του ζητήματος της αποικιοκρατίας8, το οποίο την εποχή που μας ενδιαφέρει εδώ ανήκει στο ευρύτερο φαινόμενο του δυτικού ιμπεριαλισμού, εμπεριέχει και τις αντίστοιχες αντιδράσεις. Εν προκειμένω, για μια συστηματικότερη μελέτη του ιδεολογικού πλαισίου των Πικρολέμονων, είναι απαραίτητο να ληφθούν υπʼ όψιν και όσα γράφτηκαν ως απάντηση στον Ντάρελ. «H Χάλκινη Εποχή» (1960) του Ρόδη Ρούφου και οι «Κλειστές Πόρτες» (1964) του Κώστα Μόντη, υπήρξαν από τις πιο καίριες κειμενικές αντιδράσεις της ελληνικής και κυπριακής πλευράς. Οι δύο συγγραφείς επιχειρούν, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, να διαπραγματευτούν τη μονομέρεια των Πικρολέμονων και να αναδείξουν μια διαφορετική πραγματικότητα. Ο Ρούφος δηλώνει εξαρχής ότι πρόθεσή του είναι η συγγραφή ενός βιβλίου που «θα γέμιζε τα κενά, θα έδινε την ελληνική άποψη».9 «Η Χάλκινη Εποχή» («Age of Bronze»), που δημοσιεύτηκε πρώτα στα αγγλικά10, σχολιάζει με καυστικό τρόπο αποσιωπήσεις και παραλείψεις, αμφισβητώντας έτσι την ακρίβεια των ιστορικών γεγονότων, όπως παρατίθενται από τον Ντάρελ, καθώς και την αμεροληψία του ίδιου του συγγραφέα. Είναι ενδεικτικό των ηθών της εποχής ότι ένα μέρος του κειμένου λογοκρίθηκε ως προσβλητικό και δεν εμφανίζεται στην πρώτη έκδοση. Με ήρωες μέλη της αντιστασιακής δράσης ο Ρούφος δίνει μια εναλλακτική, δυναμική εικόνα της κυπριακής νεολαίας που έρχεται σε αντίθεση με την άποψη του Ντάρελ ότι οι νέοι αυτοί υπήρξαν αφελή θύματα εθνικιστικών επιδιώξεων. Τέσσερα χρόνια αργότερα, οι «Κλειστές Πόρτες» του Μόντη δημοσιεύονται με τον υπότιτλο: “Μια απάντηση στα Πικρολέμονα του Λόρενς Ντάρελ”11. Ο συγγραφέας, χρησιμοποιώντας συγκινησιακά φορτισμένο ύφος, τονίζει τη δραματική πλευρά του κυπριακού αγώνα. Παρατηρεί εύστοχα ότι η αντίσταση, που για τον αποικιοκρατούμενο ανοίγει τον δρόμο προς την ελευθερία, για τον αποικιοκράτη αποτελεί βίαιη τρομοκρατία. H έλλειψη επικοινωνίας, δηλαδή αλληλοκατανόησης, μεταξύ Βρετανών και Κυπρίων, παρουσιάζεται ως βαθύ χάσμα, που προκύπτει από δύο ξεχωριστά εννοιολογικά συστήματα και από τις ασυμβίβαστες προοπτικές κατακτητή και κατακτημένου. Όπως ήταν επόμενο, τα Πικρολέμονα επαινέθηκαν από τον βρετανικό τύπο και, λίγο μετά την έκδοσή τους (1957), απονεμήθηκε στον συγγραφέα το λογοτεχνικό βραβείο Duff Cooper Memorial Price. Δυστυχώς, η «μυθοπλασία» του Ντάρελ διαβάζεται έως σήμερα από τους περισσότερους ως αντικειμενική περιγραφή και συνεχίζει να υπερισχύει ως προς την επιρροή του, αφού εκ των πραγμάτων διαθέτει μεγαλύτερη πολιτισμική βαρύτητα στη διεθνή αγορά. Όμως, τα αφηγήματα του Ρούφου και του Μόντη θα αποτελούν πάντα μια ισχυρή αντίρρηση στην «επίσημη» εκδοχή που δίνουν τα Πικρολέμονα, ως φωνές της «περιφέρειας» έναντι της «κεντρικής» εκδοχής του Ντάρελ. Η απόπειρα υπονόμευσης του αποικιοκρατικού λόγου παραμένει κρίσιμη ως πολιτική πράξη αντίδρασης, παρά τη μειονεκτική θέση αυτών τον αφηγημάτων-κειμένων, τα οποία περιορίστηκαν σε βάθος χρόνου από τους κανόνες του παιχνιδιού που κρατούν στο προσκήνιο τις θεσμικά εδραιωμένες συγγραφικές ταυτότητες του κεντρο-ευρωπαϊκού λογοτεχνικού κανόνα.

*Η Φωτεινή Δημηρούλη εκπονεί τη διδακτορική της διατριβή στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης

1. Γιώργος Σεφέρης, Κυπριακές Επιστολές του Σεφέρη (1954-1962), Από την αλληλογραφία του με τον Γ.Π. Σαββίδη, επιμ. Κατερίνα Κωστίου, Λευκωσία: Πολιτιστικό Ίδρυμα Τραπέζης Κύπρου, 1991, σσ. 57-8.
2. Αδαμάντιος Διαμαντής, Αδ. Διαμαντής-Γ.Σεφέρης, Αλληλογραφία (1953-1971), Αθήνα: Στιγμή, 1985, σ. 35. 3. Βαρβάρα Παπασταύρου-Κορωνιωτάκη, «Απόρρητος Φάκελος Lawrence Durrell, Η Κύπρος και τα Πικρολέμονα,» Ακτή 60 (2004): 461-70, σσ. 462-
3. Οι υπογραμμίσεις δικές μου.
4. Με το θέμα αυτό ασχολούμαι στην υπό εκπόνηση μελέτη μου: «Λόρενς Ντάρελ και γενιά του ʼ30. Το χρονικό μιας φιλίας».
 5. Lawrence Durrell, “To Austen Harrison”, στο “Letters of Lawrence Durrell to Austen Harrison”, David Roessel (ed.) Deus Loci: International Lawrence Durrell Journal NS3 (1994): 2-34, σσ. 22-3.
6. Lawrence Durrell, “To Austen Harrison”, στο David Roessel (ed.), σ. 24.
7. Ρολάν Μπαρτ, Μυθολογίες - Μάθημα, μτφ. Καίτη Χατζηδήμου - Ιουλιέττα Ράλλη, επιμ. μτφ. Γιάννης Κρητικός, Αθήνα: Ράππα, 1979, σ. 246.
8. Βλ. σχετικά Elleke Boehmer, Colonial and Postcolonial Literature: Migrant Metaphors, Oxford: Oxford UP, 1995, σ. 2.
9. Rodis Roufos, “Sour Grapes”, στο David Roessel (ed.), Deus Loci: The Lawrence Durrell Journal NS3 (1994): 134-8, σ. 138.
10. Rodis Roufos, The Age of Bronze, London: Heinemann, 1960.
11. Κώστας Μόντης, Κλειστές Πόρτες: Μια Απάντηση στα Πικρολέμονα του Λόρενς Ντάρελ, Λευκωσία: Έκδοση Εθνικού Συμβουλίου Νεολαίας Κύπρου, 1964.

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Αυγή