Αλγεινή εντύπωση προξενεί η αξίωση καταστηματαρχών του «Ιστορικού Κέντρου», δηλαδή της εντός τειχών Παληάς Πόλης, να διαιωνιστεί η ανεξέλεγκτη χρήση του δικαιώματος μουσικών οργάνων, παρά την ειλημμένη απόφαση του Δήμου να θέσει ένα στοιχειώδες ωράριο (ως τις 23:00). Η Παληά Πόλη υφίσταται συστηματική και παντοιότροπη εκμετάλλευση που την απομυζά ως τουριστική ατραξιόν. Ταυτοχρόνως όμως αποτελεί αστικό πυρήνα – και μάλιστα το αρχαιότερο αληθινά...
«αστικό» κέντρο της Ελληνικής επικράτειας. Αναγκαζόμαστε επομένως να προβούμε στις εξής επισημάνσεις, με τις οποίες περιοριζόμαστε στα αυτονόητα:
(1) Η προκλητική επιχειρηματολογία περί πόλης-«νεκροταφείου» αγιογραφεί την πιο αμείλικτη ρευστοποίηση πόρων που συνιστούν την αστική ταυτότητα των Κερκυραίων (αρχιτεκτονική, ιστορία, τελετουργικό). Είναι αλήθεια αυτή η εκμετάλλευση τεκμήριο «επιβίωσης» της πόλης; Μόνη αλήθεια είναι ότι η Παληά Πόλη άγγιξε το ζενίθ της το 1928, με 22 χιλιάδες απογεγραμμένους κάτοικους, και βυθίστηκε στο ναδίρ της με 6.206 κάτοικους το 1991, όταν κορυφώθηκε η ακμή του τουριστικού «μοντέλου» που κόπτονται να διαιωνίσουν. Αν σήμερα η πόλη παραμένει εκκενωμένη στα 2/3 της δυναμικότητάς της, οι ωφελούμενοι του μεσοδιαστήματος θα ήταν μάλλον σκόπιμο να απολογούνται, παρά να μεταμφιέζονται φορώντας την τήβεννο του τιμητή.
(2) Η αναγνώριση της μνημειακότητας της Παληάς Πόλης από την UNESCO (Ιούλιος 2007) δεν βελτίωσε την οριακή κατάστασή της, που επισημαίνεται σε διεθνή βιβλιογραφία. Η άκαρπη παρέλευση 5ετίας, παρότι ο ως πρότινος Δήμος Κερκυραίων επέδειξε καλή θέληση με αναστολή του Κανονισμού Λειτουργίας Πόλης το 2009, έδειξε πόσο κροκοδείλια ήταν τα δάκρυα. Άλλωστε το «προϊόν» που πλασάρεται είναι σε πολλές περιπτώσεις βάναυση προσβολή στην «άυλη κληρονομιά» της Πόλης, στη διακριτή μουσική ταυτότητά της, στη μακραίωνη μουσική της παιδεία: πρόγραμμα που δεν αποστασιοποιείται από τη «καλαισθησία» της “Greek Night”. Στις γειτονιές του Μάντζαρου, του Σαμάρα, του Ρομποτή, στη σκιά του Σαν Τζιάκομο (το Δημαρχείο!) ή τη νοητή σκιά του Δημοτικού Θεάτρου, στα χνάρια των Φιλαρμονικών, δολοφονείται η «βιοποικιλότητα» της Ελληνικής μουσικής, και αναπαράγεται ο γενιτσαρισμός νέων γενεών μπουζουκοτραφών «Κερκυραίων» – τόσο που ένα «αντάρτικο πόλεως» με μεγάφωνα που να ανακρούουν στη διαπασών λ.χ. Τσαϊκόφσκυ μοιάζει απολύτως λογικό. Μία άλλη επιχειρηματική «κουλτούρα», που προϋπέθετε στη βάση της άλλη (χωρίς εισαγωγικά) κουλτούρα, θα είχε εκμεταλλευτεί το ιστορικό background και την ανοχή-αδυναμία των αρχών, για εξειδίκευση-βελτίωση παρεχόμενων υπηρεσιών, ενσωμάτωση τεχνογνωσίας, ενδογενείς-εξωστρεφείς συμμαχίες. Θα ηγεμόνευε σε ένα νέο μοντέλο. Αντί αυτών αναλώνονται, χρόνια μετά, σε «ιερό αγώνα» για διαιώνιση της ηχητικής ασυδοσίας…
(3) Σε κάθε περίπτωση, η κανονιστική απόφαση που οριοθετεί τη χρήση δικαιώματος μουσικών οργάνων στο άστυ συνιστά άσκηση μίας σχεδόν «δέσμιας» αρμοδιότητας, με την έννοια της συμμόρφωσης του Δήμου στα ποινικά και νομολογιακά ισχύοντα περί «διατάραξης κοινής ησυχίας» (πέραν των 23:00). Την απόφαση υπαγορεύει η αρχή του «κράτους δικαίου»: δεν δύναται ο Δήμος να ασκεί αρμοδιότητα καταστρατηγώντας τη νομιμότητα. Σε μία κατεύθυνση μόνο μπορεί να συζητηθεί το ευλογοφανές επιχείρημα περί «ίσης μεταχείρισης» καταστηματαρχών πόλης-περιχώρων: στον περιορισμό του ωραρίου ως τις 23:00 και «εκτός των τειχών». Οι διεκτραγωδούντες την «αδικία» αποσιωπούν, καίτοι ασυνήθιστοι στη σιωπή, αυτό το ενδεχόμενο. Διερωτώμεθα: γιατί;
Ο Πρόεδρος
Αριστοτέλης Κοσκινάς
«αστικό» κέντρο της Ελληνικής επικράτειας. Αναγκαζόμαστε επομένως να προβούμε στις εξής επισημάνσεις, με τις οποίες περιοριζόμαστε στα αυτονόητα:
(1) Η προκλητική επιχειρηματολογία περί πόλης-«νεκροταφείου» αγιογραφεί την πιο αμείλικτη ρευστοποίηση πόρων που συνιστούν την αστική ταυτότητα των Κερκυραίων (αρχιτεκτονική, ιστορία, τελετουργικό). Είναι αλήθεια αυτή η εκμετάλλευση τεκμήριο «επιβίωσης» της πόλης; Μόνη αλήθεια είναι ότι η Παληά Πόλη άγγιξε το ζενίθ της το 1928, με 22 χιλιάδες απογεγραμμένους κάτοικους, και βυθίστηκε στο ναδίρ της με 6.206 κάτοικους το 1991, όταν κορυφώθηκε η ακμή του τουριστικού «μοντέλου» που κόπτονται να διαιωνίσουν. Αν σήμερα η πόλη παραμένει εκκενωμένη στα 2/3 της δυναμικότητάς της, οι ωφελούμενοι του μεσοδιαστήματος θα ήταν μάλλον σκόπιμο να απολογούνται, παρά να μεταμφιέζονται φορώντας την τήβεννο του τιμητή.
(2) Η αναγνώριση της μνημειακότητας της Παληάς Πόλης από την UNESCO (Ιούλιος 2007) δεν βελτίωσε την οριακή κατάστασή της, που επισημαίνεται σε διεθνή βιβλιογραφία. Η άκαρπη παρέλευση 5ετίας, παρότι ο ως πρότινος Δήμος Κερκυραίων επέδειξε καλή θέληση με αναστολή του Κανονισμού Λειτουργίας Πόλης το 2009, έδειξε πόσο κροκοδείλια ήταν τα δάκρυα. Άλλωστε το «προϊόν» που πλασάρεται είναι σε πολλές περιπτώσεις βάναυση προσβολή στην «άυλη κληρονομιά» της Πόλης, στη διακριτή μουσική ταυτότητά της, στη μακραίωνη μουσική της παιδεία: πρόγραμμα που δεν αποστασιοποιείται από τη «καλαισθησία» της “Greek Night”. Στις γειτονιές του Μάντζαρου, του Σαμάρα, του Ρομποτή, στη σκιά του Σαν Τζιάκομο (το Δημαρχείο!) ή τη νοητή σκιά του Δημοτικού Θεάτρου, στα χνάρια των Φιλαρμονικών, δολοφονείται η «βιοποικιλότητα» της Ελληνικής μουσικής, και αναπαράγεται ο γενιτσαρισμός νέων γενεών μπουζουκοτραφών «Κερκυραίων» – τόσο που ένα «αντάρτικο πόλεως» με μεγάφωνα που να ανακρούουν στη διαπασών λ.χ. Τσαϊκόφσκυ μοιάζει απολύτως λογικό. Μία άλλη επιχειρηματική «κουλτούρα», που προϋπέθετε στη βάση της άλλη (χωρίς εισαγωγικά) κουλτούρα, θα είχε εκμεταλλευτεί το ιστορικό background και την ανοχή-αδυναμία των αρχών, για εξειδίκευση-βελτίωση παρεχόμενων υπηρεσιών, ενσωμάτωση τεχνογνωσίας, ενδογενείς-εξωστρεφείς συμμαχίες. Θα ηγεμόνευε σε ένα νέο μοντέλο. Αντί αυτών αναλώνονται, χρόνια μετά, σε «ιερό αγώνα» για διαιώνιση της ηχητικής ασυδοσίας…
(3) Σε κάθε περίπτωση, η κανονιστική απόφαση που οριοθετεί τη χρήση δικαιώματος μουσικών οργάνων στο άστυ συνιστά άσκηση μίας σχεδόν «δέσμιας» αρμοδιότητας, με την έννοια της συμμόρφωσης του Δήμου στα ποινικά και νομολογιακά ισχύοντα περί «διατάραξης κοινής ησυχίας» (πέραν των 23:00). Την απόφαση υπαγορεύει η αρχή του «κράτους δικαίου»: δεν δύναται ο Δήμος να ασκεί αρμοδιότητα καταστρατηγώντας τη νομιμότητα. Σε μία κατεύθυνση μόνο μπορεί να συζητηθεί το ευλογοφανές επιχείρημα περί «ίσης μεταχείρισης» καταστηματαρχών πόλης-περιχώρων: στον περιορισμό του ωραρίου ως τις 23:00 και «εκτός των τειχών». Οι διεκτραγωδούντες την «αδικία» αποσιωπούν, καίτοι ασυνήθιστοι στη σιωπή, αυτό το ενδεχόμενο. Διερωτώμεθα: γιατί;
Ο Πρόεδρος
Αριστοτέλης Κοσκινάς