έωλος, -ος, -ον (αρχαιοπρ.) 1. (συνήθ. για τρόφιμα) που έχουν απομείνει από την προηγούμενη μέρα ΣΥΝ. μπαγιάτικος, μουχλιασμένος ANT. φρέσκος, νωπός· 2. εσφαλμ. γραφή αντί τού αίολος (βλ.λ.). ΣΧΟΛΙΟ λ. αίολος. [ΕΤΥΜ. < αρχ. έωλος < εως «χάραμα, αυγή» + παραγ. επίθημα -λος].
αίολος, -η, -ο (λόγ.) αυτός που εύκολα μπορεί να ανατραπεί λογικά και κατά συνέπεια δεν είναι αξιόπιστος: με αίολες υποσχέσεις και λόγια δεν λύνονται τα προβλήματα || όλα τα επιχειρήματά του αποδείχθηκαν αίολα· δεν έπεισε κανέναν ΣΥΝ. αστήρικτος, αθεμελίωτος. [ΕΤΥΜ. < αρχ. αίόλος «ταχύς - ευμετάβλητος, άστατος», με επίδραση τού κύρ. ον. Αίολος ως προς τον αναβιβασμό τού τόνου στην προπαραλήγουσα: αἰόλος > αἴολος. Βλ. κ. Αιολείς].