Παρασκευή 1 Απριλίου 2011

Βιώσιμη Ανάπτυξη σε Περιβάλλον Διαρκούς Αβεβαιότητας

Γράφει ο Δουκάκης Ντάντης Λάζαρος


Κρίση ρευστότητας ή βιωσιμότητας;

Θα χρεοκοπήσουμε; Κρίση των τραπεζών ή κρίση του ευρώ; Το ευρώ θα διαλυθεί; ατάκτως ή συγκροτημένα, το ερώτημα παραμένει... και θα παραμένει δυστυχώς για πολύ καιρό, όσο επικρατεί η δυναμική του ελάχιστου θα αναπαράγεται διαρκώς....
Υπάρχει η άποψη ότι τα σύγχρονα κράτη δεν χρεοκοπούν. Η νέα νομισματική οικονομική θεωρία μας λέει ότι σε ένα διεθνές νομισματικό καθεστώς μη......
μετατρεψιμότητας, όπως αυτό που έχουμε εδώ και σαράντα περίπου χρόνια, αν μια χώρα δανείζεται στην εσωτερική της αγορά, όπως π.χ. η Ιαπωνία, δεν χρεοκοπεί, όταν μια χώρα δανείζεται στη διεθνή αγορά αλλά στο νόμισμά της και πάλι δεν χρεοκοπεί, π.χ. ΗΠΑ, Αγγλία. Η τρίτη εκδοχή μη χρεοκοπίας, που μένει να αποδειχθεί, είναι να αφορά χώρα της ευρωζώνης και προπάντων όταν αυτή δανείστηκε σε ευρώ εντός της ζώνης. Στη πρώτη περίπτωση έχουμε ένα σύστημα εσωτερικής ιδιωτικής αποταμίευσης που επιβραβεύεται από τις εξαγωγικές επιδόσεις. Στη δεύτερη περίπτωση εγγραφές χρεών μεταξύ ΚΤ και Δημοσίου Ταμείου, νομισματοποίηση δηλ. του χρέους, στη τρίτη περίπτωση έχουμε ένα καθεστώς που θα επιθυμούσε να είναι το α, απεχθάνεται το β και τελικά είναι ένα α κρατών, τα πλεονασματικά κράτη επιδοτούν τα επιτόκια υπερδανεισμού των ελλειμματικών κρατών για όσο διάστημα είναι αυτό επιτρεπτό από τις εκτιμήσεις των αγορών για τη ποιότητα του χρέους των πρώτων αλλά και από τις εξαγωγικές επίσης επιδόσεις των πρώτων.
Η φράση “δεν έχω οικονομικό πρόβλημα αλλά μόνο ένα πρόβλημα ρευστότητας” είναι κοινότυπη, τη χρησιμοποιεί τόσο ένας οικογενειάρχης όσο και ένας επιχειρηματίας. Η αλήθεια είναι ότι στις περισσότερες περιπτώσεις προσπαθούν λέγοντάς το να κερδίσουν χρόνο για να αντιμετωπίσουν ένα σοβαρότερο πρόβλημα βιωσιμότητας που είτε το έχουν συνειδητοποιήσει είτε όχι. Το καινούργιο είναι ότι στις μέρες μας είναι το μότο τραπεζών και κρατών. Με τη χρεοκοπία της Lehman Brothers, που σήμανε συναγερμός για τη φούσκα υπερδανεισμού του ιδιωτικού τομέα, έγινε προφανές ότι απαιτούνταν δραστική συνολική δημόσια παρέμβαση για επαναρύθμιση του χρηματοπιστωτικού κλάδου διεθνώς, γιατί το πρόβλημα του τραπεζικού κυρίως κλάδου, δεν ήταν απλά ένα πρόβλημα ρευστότητας αλλά μολυσμένες σε αδιευκρίνιστα μέχρι σήμερα επίπεδα από τα τοξικά αντιμετωπίζουν πρόβλημα βιωσιμότητας. Διαβάζουμε σαν το μετεωρολογικό δελτίο καθημερινά για τα CDS των ομολόγων του δημοσίου αλλά για τα τραπεζικά δεν γίνεται λόγος. Με τη διαρκή ενίσχυση της ρευστότητας του τραπεζικού τομέα, από την υπερχρέωση του ιδιωτικού τομέα περάσαμε στην υπερχρέωση του δημόσιου τομέα και σ'αυτή την αλλαγή σκηνικού ο αδύναμος κρίκος ήταν η ευρωζώνη και ιδιαίτερα η περιφερειακή ευρωζώνη με αδύναμο κρίκο του αδύναμου κρίκου την Ελλάδα. Ο αδύναμος κρίκος δεν σημαίνει ότι ήταν και ο απαραίτητος κρίκος... αλλά άπαξ και μπήκε στην ευρωζώνη έστω υπό καθεστώς ευφορίας είναι αναπόσπαστος κρίκος, τουλάχιστον στη καθοδική φάση ...
Τόσο το πρόβλημα του ελληνικού χρέους όσο και των άλλων περιφερειακών χωρών η Ευρώπη το αντιμετωπίζει με επιμονή σαν πρόβλημα ρευστότητας ενώ είναι στη πραγματικότητα πρόβλημα βιωσιμότητας. Η ευρωζώνη είναι μια νομισματική ένωση σταθερών ισοτιμιών σε διεθνές περιβάλλον μεταβλητών ισοτιμιών. Το πρόβλημα χρέους των περιφερειακών χωρών της ευρωζώνης είναι βιωσιμότητας και όχι ρευστότητας, όπως και των τραπεζών κέντρου και περιφέρειας. Η άποψη περί τέλειας νομισματικής ζώνης αλλά ατελούς παραγωγικής και ανταγωνιστικής ομοιομορφίας είναι μοιραίο λάθος.


Η Ευρωπαϊκή Αβεβαιότητα.
Το τελευταίο διάστημα της κρίσης και ενώ η Ευρώπη παλεύει ιδιοσυγκρασιακά με τα δημόσια χρέη, σε διεθνές περιβάλλον επίσης υψηλού χρέους, έρχονται στην επιφάνεια κατεπειγόντως τα εμπορικά ισοζύγια και τα ισοζύγια πληρωμών, που οδηγούν σε όξυνση του ανταγωνισμού για αγορές, υποβόσκει πόλεμος ισοτιμιών, ο οποίος είναι κατά γενική ομολογία ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος όταν χρησιμοποιείται το όπλο των υποτιμήσεων διαδοχικά από όλες τις χώρες. Γνωρίζουμε σχετικά με το ζήτημα των ισοτιμιών την αμερικανοκινέζικη διένεξη. Ήδη όμως από το 2009 ο κινέζος υπουργός οικονομικών μίλησε για τη διερεύνηση της δυνατότητας σύνδεσης της νομισματικής ισοτιμίας με τις εξαγωγικές επιδόσεις και το 2010 ο αμερικανός υπουργός οικονομικών αναφέρθηκε στην εξέταση ενός σχετικά αυτοματοποιημένου συστήματος σύνδεσης ισοτιμιών και εμπορικών ισοζυγίων, προτείνοντας υπερτίμηση νομίσματος όταν μια χώρα είναι πλεονασματική, υποτίμηση όταν είναι ελλειμματική, σε ένα ποσοστό διακύμανσης 4%. Ουσιαστικά πρόκειται για επαναφορά της πρότασης του Κέυνς για το Bancor το 1944, στις διαπραγματεύσεις Bretton Woods. Η πρότασή του δεν έγινε αποδεκτή και υιοθετήθηκε το δολάριο με μετατρεψιμότητα σε χρυσό, για να καταργηθεί η μετατρεψιμότητα από τους αμερικάνους και διεθνώς το 1973 και να έχουμε έκτοτε το λεγόμενο fiat money με μεταβλητές ισοτιμίες. Σ' αυτή τη πρόταση bancor αντιτίθεται σθεναρά... η Γερμανία, επιμένοντας σε μια ιδεοληψία αρχετυπικού μερκαντιλισμού, εξαγωγικές επιδόσεις με σκληρό νόμισμα.
Έχει ενδιαφέρον να μεταφέρουμε τη συζήτηση στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Η ευρωζώνη τι είναι αν την αντικρίσει κανείς από το ύψος της παγκοσμιότητας, μια περιφερειακή νομισματική ένωση... σταθερών ισοτιμιών, δηλ. μια ατελής νομισματική ένωση, σε ένα διεθνές περιβάλλον μεταβλητών ισοτιμιών. Η Γερμανία έδωσε το σκληρό μάρκο στους εταίρους που γι αυτούς σήμαινε συναλλαγματική σταθερότητα και εύκολη φθηνή πρόσβαση στις χρηματαγορές, στο δανεισμό. Οι εταίροι της έδωσαν ελεύθερη πρόσβαση στις αγορές τους πράγμα που πριμοδότησε τη Γερμανία με μια αγορά συναλλαγματικών σταθερών ισοτιμιών, χωρίς συναλλαγματικό ρίσκο αντίθετα απότι στη διεθνή αγορά, και στην οποία ευρωπαϊκή αγορά η Γερμανία διαθέτει σχεδόν το 60% των εξαγωγών της.
Σ' αυτή την αμφίδρομη πραγματικότητα ταλαντευόμαστε σαν το εκκρεμές μέχρι σήμερα. Αφενός αποφυγή μεταβιβάσεων προς τις ελλειμματικές χώρες από τις πλεονασματικές, παρά το ότι είναι αδήριτη ανάγκη και φυσική διαδικασία μιας ζώνης σταθερών ισοτιμιών, αφετέρου διατήρηση της νομισματικής ζώνης σταθερών ισοτιμιών για να προστατευτούν οι χώρες του κέντρου της ευρωζώνης από τις αβεβαιότητες ενός διεθνούς περιβάλλοντος μεταβλητών ισοτιμιών, ενός πολέμου συναλλαγματικών ισοτιμιών. Η κρίση του ΕΝΣ το 1992, είχε κοστίσει στην γερμανική ανταγωνιστικότητα και στο γενικότερο κλίμα ευφορίας προχώρησε στο ευρώ για να διασφαλίσει την ανταγωνιστικότητά της που τότε αδυνατούσε να επιτύχει στη μοναξιά της. Σήμερα τα βιβλία της κοστολογούν ενεργητικό και παθητικό για κάθε σενάριο. Το δίλημμα της Γερμανίας, χωρίς τους αλτρουισμούς του ιδεολογικού ευρωπαϊκού προσανατολισμού είναι το εξής: 2,25% του ΑΕΠ κατ' έτος το κόστος μιας χρεοκοπίας των ελλειμματικών, το ίδιο το κόστος του φεντεραλισμού, ισοδυναμεί με μεταβιβάσεις προς τις προβληματικές αντίστοιχες των εμπορικών της πλεονασμάτων. Από εδώ απορρέουν οι γερμανικές αμφιταλαντεύσεις και γνωρίζουμε έναν δυνατό σκεπτικισμό αντιφεντεραλιστικό στο εσωτερικό της.
Ας κάνουμε την υπόθεση ότι σε μερικά χρόνια υιοθετείται διεθνώς το bancor και η σύνδεση πλεονασμάτων/ελλειμμάτων με ανατιμήσεις/υποτιμήσεις ισοτιμιών. Η Γερμανία θα αξιολογείται αυτόνομα ή ο μέσος όρος της ευρωζώνης; Το πιο πιθανόν θα ήταν το δεύτερο, δηλαδή θα υπερίσχυε το σκέλος της ισοτιμίας και η Γερμανία θα καλύπτεται διεθνώς για τα πλεονάσματά της, από τις ελλειματικές οικονομίες εντός της ευρωζώνης.
Θεωρητικά σε μια άριστη νομισματική ζώνη έχουμε μεταβιβάσεις εργασίας και αγαθών από τις χώρες που περισσεύουν σε αυτές που εκλείπουν και ταυτόχρονα μεταβιβάσεις αποταμιεύσεων από αυτές που διαθέτουν σε αυτές που στερούνται. Στη Πράξη είχαμε μια ονομαστική σύγκλιση τιμών και μια επιδείνωση της ετερογένειας και της απόκλισης των παραγωγικών συστημάτων εντός της ευρωζώνης η οποία πραγματικότητα επικαλύπτονταν από μια ονομαστική χρεωστική ανάπτυξη.
Δύο μοιραία λάθη:
1ον. Θεωρητικά δεν υπάρχει ανάγκη εξωτερικής ισορροπίας, γιατί εν απουσία ρίσκου ισοτιμίας, τα κεφάλαια κυκλοφορούν ελεύθερα, στη πράξη αν μια χώρα έχει εξωτερικό έλλειμμα πρέπει κάποιος από τους εθνικούς οικονομικούς παράγοντες να δανείζεται διαρκώς.
2ον. Θεωρητικά μια νομισματική ένωση εξαφανίζει τις ετερογένειες και τις ασυμμετρίες, ομογενοποιεί τις χώρες, επιτρέπει μια κοινή νομισματική πολιτική και κοινούς κανόνες οικονομικής πολιτικής. Αντίθετα η απουσία συναλλαγματικού ρίσκου οδηγεί σε παραγωγική εξειδίκευση των χωρών οι οποίες αξιοποιούν συγκριτικά πλεονεκτήματα, επιτείνοντας την ανομοιογένεια άρα και την ανάγκη “εξατομικευμένων” θεσμικών πολιτικών.
Η άποψη περί τέλειας νομισματικής ζώνης αλλά ατελούς παραγωγικού και ανταγωνιστικού εναρμονισμού, είναι προφανώς λάθος.
Έχουμε αφενός τις λεγόμενες χώρες του Κέντρου με βιομηχανική ανταγωνιστικότητα και εξαγωγικά πλεονάσματα και αφετέρου τις αποβιομηχανοποιημένες περιφερειακές χώρες με εξειδίκευση σε μη εξαγώγιμες υπηρεσίες και δομικώς ελλειμματικά ισοζύγια πληρωμών. Είναι μοιραίο στις δεύτερες στο βαθμό που δεν υπάρχουν άλλου τύπου μεταβιβάσεις από τις πρώτες, κάποιος από τους εθνικούς φορείς, ο ιδιωτικός τομέας (νοικοκυριά-τράπεζες) ή το κράτος να προσφεύγει σε υπερδανεισμό προκειμένου να καλυφθούν τα ελλείμματα. Αυτές οι χώρες αντιμετωπίζουν Διαρκές πρόβλημα Βιωσιμότητας και όχι απλά ρευστότητας σε μια ζώνη σταθερών ισοτιμιών. Η πρόταση όλοι ανταγωνιστικοί στο ευρώ αν αφορά στις συναλλαγές εντός της ευρωζώνης είναι κανιβαλισμός, αν δε αναφέρεται προς τρίτες χώρες π.χ. αναδυόμενες είναι ουτοπία.
Εκχωρήσαμε ελευθερία, τουλάχιστον το εκδοτικό προνόμιο, για να έχουμε ασφάλεια, ευρωπαϊκά διαμεσολαβούμενη παγκοσμιοποίηση. Αλλά το τίμημα αυτής της συναλλαγματικής σταθερότητας και η αποποίηση της ελευθερίας μεταβλητών ισοτιμιών είναι ο συμβατικός πιστωτής. Επαναλαμβάνω ο συμβατικός πιστωτής και όχι ο χρηματιστικός επενδυτής. Επειδή όλοι στη πραγματικότητα γνωρίζουν ότι είναι ανέφικτη μια ευρωζώνη ανταγωνιστικών ομοιότυπων, το σύμφωνο ανταγωνιστικότητας μετετράπη σε σύμφωνο ευρώ, με τον ιδιότυπο φεντεραλισμό του εναρμονισμού προς τα κάτω, τη λιτότητα, της μη αναπροσαρμογής των μισθών, του αυθαίρετου 3%, του επίσης αυθαίρετου 60%, των 67 χρόνων συνταξιοδότησης, στη στασιμότητα η οποία με τις διεθνείς εξελίξεις στις τιμές των πρώτων υλών μπορεί να μετεξελιχθεί σε στασιμοπληθωρισμό.
Γιατί όμως έχουμε αυτή την εξάρτηση από τις χρηματαγορές και τις εξαντλητικές και απέλπιδες προσπάθειες στην ευρωζώνη να κατευνάσουμε τις αγορές; Να τους πείσουμε δηλαδή ότι θα έχουμε ρευστότητα αποπληρωμής των χρεών... Γιατί αντίθετα από ότι συμβαίνει σε όλα τα νομισματικά συστήματα του κόσμου, εθνικά και ομοσπονδιακά (δηλαδή η ρύθμιση της ροής των χρεών εντός ενός ιεραρχημένου συστήματος διπλοελκυόμενου τραπεζικού συστήματος – αγοραίες τράπεζες και Κεντρική Τράπεζα) τα ευρωπαϊκά σύμφωνα απαγορεύουν το bail out και την εμφάνιση του κράτους μέλους στο ταμείο της ΕΚΤ. Στην ευρωζώνη οι ιδιωτικές τράπεζες βρίσκονται στο κομβικό σημείο, ούτε η ΚΤ, ούτε το Δημόσιο Ταμείο. Τα κράτη στην ευρωζώνη υποχρεούνται να προσφύγουν στις ιδιωτικές τράπεζες, στις χρηματαγορές για να καλύψουν τις δανειακές τους ανάγκες, στις άλλες χώρες, επειδή ακριβώς βρισκόμαστε σε καθεστώς διεθνών μεταβλητών ισοτιμιών, έχουν την ασφαλιστική δικλίδα της κεντρικής τους τράπεζας, να δανειστούν στο εθνικό τους νόμισμα και να μην έχουν τουλάχιστον πρόβλημα ρευστότητας. Η Ελλάδα με το δημόσιο χρέος της δείχνει τη πλευρά της οικονομικής μη βιωσιμότητας στην ευρωζώνη, η Ιρλανδία έδειξε το πρόβλημα της διεθνούς κρίσης, της χρηματοπιστωτικής εντός της ευρωζώνης. Με δεδομένη τη κρίση του τραπεζικού συστήματος, το οποίο διαρκώς απαιτεί νέα ρευστότητα από τα κράτη τα οποία ήδη είναι υπερχρεωμένα, με την επιδείνωση των δημοσίων εσόδων μετά από μια υφεσιακή τάση που θα ακολουθήσει τη γενικευμένη λιτότητα, μπαίνουμε σε ένα διευρυμένο φαύλο κύκλο με εντελώς αβέβαιη διέξοδο.
Οι αγορές πιθανόν ήδη γνωρίζουν ή θα κατανοήσουν ότι στη περιφερειακή ευρωζώνη υπάρχει πρόβλημα βιωσιμότητας. Για ένα διάστημα η ΕΚΤ άτυπα παραβίασε τα σύμφωνα και παρενέβη έμμεσα στην δευτερογενή αγορά δημόσιου χρέους, αλλά πάντα με γνώμονα τη διευκόλυνση της ρευστότητας των τραπεζών, όπου και εκεί επίσης το πρόβλημα δεν είναι η ρευστότητα αλλά η βιωσιμότητα. Τα κράτη επίσης προχώρησαν σε αλληλοκαλύψεις, αλλά πάντα με δρακόντεια μέτρα προϋποθέσεων και στη προοπτική των αυτόματων ποινικών ρυθμίσεων. Τελικά αυτό που παίζεται είναι το μπαλάκι της χρεωκοπίας και ποιός θα πληρώσει το κόστος. Η ΕΚΤ ενισχύοντας την ανεξαρτησία της σε μια περίοδο που οι ίδιοι οι κεντρικοί τραπεζίτες αναγνωρίζουν το τέλος της ανεξαρτησίας τους, και την αυστηρή προσήλωσή της στο στόχο του πληθωρισμού, γίνεται μονόπλευρα τράπεζα των πιστωτών, η φορολογική διάσταση, η αναδιανομή, η ανεργία, η ανταγωνιστικότητα μεταφέρονται στη διακεκριμένη οικονομική διακυβέρνηση με άμεσο στόχο τη μεταβίβαση των βαρών στα κράτη, δηλαδή οι φορολογούμενοι μέσα από σκληρά προγράμματα λιτότητας και όχι οι πιστωτές να επωμιστούν το κόστος της όποιας πιθανής “χρεών αποκοπής”.
Μέχρι σήμερα τι μας έφερε η “συνολική” λύση. Αυτό που απέφερε με τα ταμεία στήριξης και σταθερότητας, την επιμήκυνση και τα μειωμένα επιτόκια, είναι μια συνολική μεταφορά από τον ιδιωτικό στο δημόσιο διακρατικό δανεισμό, μια απόφαση να εξοφληθούν μέχρις τελευταίου ευρώ οι πιστωτές και μια ανανέωση της ελπίδας ότι το πρόβλημα της ευρωζώνης είναι η ρευστότητα. Η διατήρηση της ζώνης σταθερών ισοτιμιών χωρίς μπάνκορ. Αν δεν έχουμε άμεσες μεταβιβάσεις θα έχουμε είτε εσωτερική υποτίμηση στις ελλειμματικές χώρες, είτε εσωτερική ανατίμηση στις πλεονασματικές χώρες. Τελικά καθολική στήριξη του εξαγωγικού πλεονάσματος του Κέντρου με αντάλλαγμα ανέξοδο δανεισμό λελογισμένων επιτοκίων και καθολική ανταγωνιστικότητα κόστους.
Λαμβάνοντας υπόψη το ύψος των επιτοκίων δανεισμού και τις προοπτικές ανάπτυξης, το πρωτογενές δομικό δημόσιο πλεόνασμα που χρειάζονταν για να σταθεροποιηθεί ο δημόσιος δανεισμός ήταν εξαιρετικά υψηλό και θα απαιτούσε πριν τις 11 του Μάρτη, μείωση του πρωτογενούς ελλείμματος ως προς αυτό του 2011, 17 μονάδες για την Ελλάδα, 15 για την Ιρλανδία και 7,5 για τη Πορτογαλία. Πράγμα ανέφικτο με πραγματικό κίνδυνο για τις αγορές ενός κουρέματος ή όπως αλλιώς ονομάζονταν αυτό. Με την επιμήκυνση και τη μείωση των επιτοκίων το πρωτογενές πλεόνασμα είναι 13 μονάδες του ΑΕΠ με τα επιτόκια της αγοράς και 2 μονάδες με τα επιτόκια 4,2%, του ευρωπαϊκού δανεισμού. Ας το συγκρίνουμε με το μείον 2% που είναι σήμερα. Η πιθανότητα χρεοκοπίας είναι αισθητά μειωμένη σήμερα με τη σημερινή τακτική δημόσιας χαμηλότοκης δανειοδότησης.
Με την επιμήκυνση της αποπληρωμής και της στήριξης των μηχανισμών για επαρκές διάστημα, οι πιστωτές έχουν διασφαλίσει σχεδόν την ολοκληρωτική αποπληρωμή των πιστώσεών τους από τα χρεωμένα κράτη. Το 2020 θα έχει απομείνει από τα σημερινά ομολογιακά χρέη προς τις χρηματαγορές, σύμφωνα με τις λήξεις των δόσεων, ένα υπόλοιπο για την Ελλάδα 23% (62 δις), για τη Πορτογαλία 22% (20 δις)και 9% (8 δις) για την Ιρλανδία. Σχεδόν εξολοκλήρου τα σημερινά δημόσια χρέη θα έχουν περάσει σε δημόσιους πιστωτές. Στα 10 χρόνια αν μια χώρα υπερχρεωμένη δεν μπορέσει να πληρώσει το μηχανισμό σταθεροποίησης, τους δημόσιους πιστωτές τότε πιθανόν κάποιες χώρες θα την αντικαταστήσουν. Χωρίς την επιμήκυνση στο 2021 η Ελλάδα έπρεπε να επιστρέψει 31 και 20 δις το 2014 και 2015. Μόνο για το 2014 η Ελλάδα θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 90 δις σε ανάγκες δανεισμού σχεδόν το διπλάσιο των ομολογιακών εκδόσεων του 2009.
• Η μεσομακροπρόθεσμη στήριξη επιτρέπει να αποπληρωθούν εντελώς οι ιδιώτες πιστωτές στη λήξη των δόσεων.
• Είναι μια λύση διακριτική, χρήσιμη στις χώρες που η κοινή γνώμη είναι αντίθετη στο φεντεραλισμό και επί πλέον θεσμικά soft.
• Αλλά... η ποιότητα των πιστώσεων εξαρτάται από το χρέος των διασωστών ως προς των χρέος των διασωζόμενων, από 15% οι τρείς μικρές χώρες, εκτινάσσεται στο 40% με Ισπανία και Βέλγιο.


Η Διεθνής Αβεβαιότητα.
Μέσα στη χρηματιστική ευφορία όλα (μισθολογική πολιτική, ενεργός ζήτηση, ελλείμματα, κοινωνικό κράτος) ήταν ζήτημα ρευστότητας, το πρόβλημα της βιωσιμότητας ήταν ταυτισμένο με την επίτευξη ρευστότητας. Η δικλίδα της ρευστότητας ήταν η βεβαιότητα. Ο παραγωγός της βεβαιότητας ήταν τα παράγωγα, η δευτερογενής αγορά, με μια λέξη η απουσία αβεβαιότητας. Η πληροφόρηση τέλεια και οι αγορές αποτελεσματικές. Τι ήταν και είναι η δευτερογενής αγορά; Η εμπορευματοποίηση της άγνοιας. Αυτή η αγορά δραστηριοποιείται δυνητικά παντού αλλά μέχρι σήμερα κυρίως στα επιτόκια και στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Μετά την άρση της διάκρισης εμπορικών και επενδυτικών τραπεζών, διασπάστηκε η δανειοδότηση από τον έλεγχο της φερεγγυότητας, τα συμβόλαια επιτοκίων μαζί με τα CDS, τα συμβόλαια διασφάλισης από τους κινδύνους χρεοκοπίας, θεωρήθηκε ότι κάλυπταν επαρκώς την αποτίμηση του κόστους του χρήματος και τη βεβαιότητα στη διακίνηση των χρεών. Μετά την άρση των σταθερών ισοτιμιών προς το δολάριο και αυτό προς το χρυσό, η αξία ενός νομίσματος έξω από τα σύνορα της χώρας έκδοσής του δεν είναι δεδομένη, τα συμβόλαια στη δευτερογενή αγορά συναλλάγματος, θεωρήθηκε ότι μπορούσαν να το αποτιμήσουν. Στη πραγματικότητα αυτά τα δύο στοιχεία άγνοιας της αξίας, ρίχνονταν στην αγορά παραγώγων σαν εμπόρευμα, με τη μορφή των νέων τιτλοποιημένων χρηματιστικών επενδυτικών προϊόντων με τη βεβαιότητα ότι η ίδια η αγορά θα προσδιόριζε τη τιμή τους. Αυτό κατέληξε σε μια παγκόσμια υπερευστότητα που οδήγησε στη κρίση του ενυπόθηκου δανεισμού κατοικίας στις ΗΠΑ που ήταν και παραμένει η κορυφή του παγόβουνου. Ένα μεγάλο τμήμα των διεθνών χρηματιστικών αγορών στις οποίες συμπεριλαμβάνω και τον τραπεζικό τομέα εξακολουθεί να είναι γεμάτος από τοξικά και αφερέγγυες απαιτήσεις. Αυτή η κατάσταση διατηρεί ενεργό τη δευτερογενή αγορά και παρά τη σταδιακή και κατ' ελάχιστον ρύθμισή της, τόσο οι κυβερνήσεις όσο και οι κεντρικές τράπεζες προσφεύγουν ακόμα στις αβέβαιες υπηρεσίες της. Το TARP δείχνει το βάθος του προβλήματος. Από 300 δις $ που ήταν η αρχική έγκριση του Κογκρέσου έφθασε τα τρία τρείς τριακόσια δις !!!
Τη περίοδο της χρηματιστικής ευφορίας παρατηρήθηκε επίσης μια διαφοροποίηση στους μηχανισμούς προσδιορισμού των τιμών. Οι τιμές των καταναλωτικών αγαθών και άλλων στοιχείων παραγωγής παρουσίαζαν πάντα αυτό που κλασικά αναφέρει η οικονομική θεωρία, όταν η προσφορά αυξάνει οι τιμές των αγαθών μειώνονται. Αντίθετα οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού, π.χ. μετοχές, ακίνητα, εμπορικά ή κατοικίες κλπ, όταν η προσφορά αύξανε οι τιμές κινούνταν ανοδικά αυξάνοντας τη προσφορά. Είναι οι περίφημες φούσκες. Οι φούσκες στα χρηματιστήρια, οι φούσκες ακινήτων που επηρέασαν καθοριστικά την οικονομική αντοχή και το ανθρωπογενές περιβάλλον σε πολλές τοπικές κοινωνίες, π.χ. τουριστικά θέρετρα στις Ισπανικές ακτές για τους ρώσους μεγιστάνες, αλλά οι ρώσοι δεν πήγαν, τουριστικές κατασκευές κιτς φαντασίας στο Ντουμπάι, αλλά τώρα βουλιάζουν. Το παιχνίδι με τις φούσκες έχει μεταφερθεί τα τελευταία χρόνια στις αναδυόμενες οικονομίες δημιουργώντας επι πλέον προβλήματα ελέγχου των ισοτιμιών τους και πιθανόν εστία νέων κρίσεων, ενώ η παγκόσμια υπερευστότητα που ενισχύεται από τα αποθεματικά των αναπτυσσομένων και την επεκτατική κυρίως αμερικάνικη νομισματική πολιτική μπορεί την οποιαδήποτε στιγμή να δημιουργήσει οπουδήποτε νέες φούσκες στα στοιχεία ενεργητικού και νέες κρίσεις.
Η ιστορία του εξαιρετικά πολύπλοκου συστήματος που ονομάζουμε καπιταλισμό είναι συνυφασμένη με τις κρίσεις. Μετά από μια περίοδο όπου δεν είχαμε καμιά τραπεζική κρίση, και αυτή είναι η μεταπολεμική φορντιστική περίοδος 1945-70, η κατάσταση με την απελευθέρωση των κάθε είδους αγορών αλλάζει ραγδαία. Από το 1970 έχουμε περισσότερες από 124 τραπεζικές κρίσεις, 208 συναλλαγματικές και 63 δημόσιου χρέους.
Η παγκόσμια οικονομική κρίση είναι μια μεγάλη παγκόσμια κρίση και δεν τελείωσε, αντίθετα σε ένα κόσμο με μεγάλη αλληλεξάρτηση και υπερευστότητα όπου κυριαρχούν οι μεταβαλλόμενες ισορροπίες, βρισκόμαστε σε ένα καθεστώς διαρκούς αβεβαιότητας. Επίσης η κρίση χρέους στην ευρωζώνη, δημόσιου, ημιδημόσιου ή ιδιωτικού δεν είναι πρωταρχικά κρίση ρευστότητας αλλά βιωσιμότητας. Η κατεύθυνση μιας περιοριστικής πολιτικής, έχει δρόμο μπροστά της και θα επιδεινώσει τις αποκλείσεις μεταξύ χωρών. Στην Ευρωζώνη επίσης κυριαρχεί η αρχή της απροσδιοριστίας. Φεντεραλισμός στις περιοριστικές πολιτικές και στη λιτότητα και γενικευμένη επιδίωξη ομοιότυπης ανταγωνιστικότητας, σημαίνει “πόλεμος όλων εναντίον όλων”. Ένα πολιτισμικό παράδειγμα που μεταφέρεται στις εθνικές κοινωνίες και στις τοπικές ευρωπαϊκές κοινωνίες. Στην Ευρώπη διαπράττεται με μακιαβελικό τρόπο το ίδιο λάθος που διεπράχθη στη Λατινική Αμερική τη δεκαετία του 80, ο τότε αδύναμος κρίκος, όταν μετά την επικράτηση του μονεταρισμού στις ΗΠΑ και την εκτόξευση των επιτοκίων το πρόβλημα χρέους στις Λατινοαμερικάνικες χώρες αντιμετωπίστηκε από πιστωτές και ΔΝΤ με συνταγές αδιέξοδης λιτότητας και πέρασαν δέκα χρόνια έως ότου έλθει η πρωτοβουλία Brady η οποία προχώρησε σε ένα οργανωμένο κούρεμα του χρέους και μπόρεσαν οι χώρες να ξαναμπούν σε τροχιά ανάπτυξης. Στην ευρωζώνη επειδή είναι μια νομισματική ζώνη σταθερών ισοτιμιών, με κεντρικό ρυθμιστικό ρόλο των χρηματαγορών, το κόστος το αναλαμβάνουν τα κράτη για να το εξαργυρώσουν με ανταγωνιστικό κόστος, με λιτότητα.


Η τοπική επιβίωση σε περιβάλλον διαρκούς αβεβαιότητας.
Το χρηματιστικό πολιτισμικό παράδειγμα, των άμεσων και υψηλών αποδόσεων, της καταναλωτικής κοινωνίας, του life style και του wow καπιταλισμού, συνδυάστηκε στην Ελλάδα με το φυλετικό μας πολιτισμικό παράδειγμα του πελατειασμού, βγάζοντας ένα απίθανο μείγμα που φυσικά και έχει μερίδιο ευθύνης για τη σημερινή κατάσταση. Η διαφθορά έχει το μερίδιο ευθύνης και το γνωρίζει εξ' ιδίων όποιος ζει σε αυτό το τόπο, αλλά και να κατακλειστούμε από αρετή το πρόβλημα της χώρας μέσα στην ευρωζώνη είναι πρόβλημα βιωσιμότητας, που απορρέει από την οικονομική ανάλυση πριν περάσουμε στο μεσογειακό φυλετικό στίγμα. Η διαφθορά επιδεινώθηκε από το αμοραλιστικό πολιτισμικό χρηματιστικό παράδειγμα, αλλά και από την εύκολη χρεωστική διέξοδο στη δομική μη βιωσιμότητα. Η υποκατάσταση ενός παραδείγματος ευφορίας με ένα ασκητικό μετάνοιας και ενοχών είναι ζήτημα θρησκειολογίας και δευτερευόντως οικονομικής ανάλυσης.
Τόσα χρόνια αντιμετωπίζαμε το ζήτημα της τοπικής Ανάπτυξης σαν πρόβλημα ρευστότητας... αναζητώντας μονοδιάστατα κάθετη επίλυση (επιδοτήσεις εκ των άνωθεν και εντάξεις σε προγράμματα) και όχι οριζόντια με τοπικές συνέργειες. Οι δε άνωθεν κατέφευγαν σε υπερδανεισμό.
Σ' ένα περιβάλλον, διεθνές – ευρωπαϊκό ή εθνικό, Απροσδιοριστίας και Διαρκούς Αβεβαιότητας η Τοπική Ανάπτυξη μετατρέπεται από ζήτημα Τοπικής Βιωσιμότητας θεωρητικής, πειραματικής, ρομαντικής ή ιδεολογικής αναζήτησης σε ζήτημα Τοπικής Επιβίωσης και πρωταρχικά άριστης αξιοποίησης του τοπικού συγκριτικού πλεονεκτήματος.
Είναι η τοπική ανάπτυξη αυτόνομη, αυτοπροσδιοριζόμενη; Όχι, το εθνικό πλαίσιο... φορολογία, αναδιανομή, υποδομές, γενικότερα δημόσια δαπάνη, δικαιώματα ιδιοκτησίας..., το διεθνές περιβάλλον, νομισματικοί περιορισμοί, υπερτιμημένο ευρώ, ακρίβεια, μη ανταγωνιστικότητα, γεωπολιτικές εξελίξεις, γενίκευση της λιτότητας στην ευρωζώνη... την υπερκαθορίζουν αλλά όχι ολοκληρωτικά. Ακόμα και με το δεδομένο ότι το κεντρικό κράτος δεν θα είναι αλληλέγγυο για αρκετό διάστημα, αλλά θα συμπεριφέρεται σαν τον έλληνα Γερμανό.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα, είναι οι φυσικοί πόροι και το πολιτιστικό ανθρωπογενές περιβάλλον και η δυνατότητα τουριστικής του αξιοποίησης. Μια βασική κατηγορία εξαγώγιμων υπηρεσιών σε μια αποβιομηχανοποιημένη χώρα. Από τις πλέον περιζήτητες και πλέον αποδοτικές για το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και τη διόρθωση του εμπορικού ελλείμματος, ιδιαίτερα καθοριστική για την Ελλάδα.
Η εξωστρέφεια της τουριστικής δραστηριότητας απαιτεί μελετημένο καιροσκοπισμό. Να αρπάζουμε τις ευκαιρίες, έχοντας όμως κατά νού ότι πρέπει να επεξεργάζονται και να εντάσσονται σε μια βιώσιμη δυναμική.
Η Κέρκυρα γνωρίζει πολύ καλά τι σημαίνει βιωσιμότητα και τι όχι. Ο Τουρισμός γενικά είναι για τη Κέρκυρα μια βιώσιμη δραστηριότητα, εφόσον και σε εποχές κρίσης κάπως συντηρείται. Από την άλλη γνωρίζει και τη μη βιωσιμότητα, την έζησε. Το μοντέλο μαζικού τουρισμού παλαιότερων δεκαετιών το οποίο οδηγήθηκε σε κρίση και τις συνέπειές της πληρώνει ακόμα και σήμερα. Η εμπειρία της προηγούμενης κρίσης του μαζικού τουρισμού είναι πολύτιμη. Μαζικός τουρισμός με επιταχυνόμενη ποιοτική υποβάθμιση, το κακό νόμισμα εξαφάνιζε το καλό. Το σύστημα κινήτρων και η άποψη ότι η Κέρκυρα ήταν κορεσμένη περιοχή 16% μάξιμουμ, αλλού 40%, συν τις φοροαπαλλαγές. Η απουσία επαγγελματισμού αλλά και οι πολιτισμικές συνέπειες του εύκολου πλουτισμού, οι συνέπειες για τις οικογενειακές δομές, τα σχολεία, τη νεολαία και τη πολιτισμική υποβάθμιση. Οι πληγές στο ανθρωπογενές περιβάλλον του νησιού, αλλά και στους ανθρώπους του νησιού... Η φούσκα του μαζικού τουρισμού, σαν τη φούσκα των προσλήψεων, του χρηματιστηρίου, των ακινήτων, του δανεισμού.
Αποφυγή μονοκαλλιέργειας αφενός, έμφαση στο τουρισμό, αλλά και εφεδρείες άλλων δραστηριοτήτων. Ενδοτομεακά έμφαση στη μάζα ή στη ποιότητα; Χρειάζεται ιεραρχημένη πολυμορφία υπηρεσιών, συγκροτημένη πολυσυλλεκτικότητα.
Το μέγα πρόβλημα των πόρων, δημόσιων, πιστωτικών και ιδιωτικών... Ενδυνάμωση Αυτενέργειας και Συλλογικότητα ακόμα και σε τομείς και πρακτικές που δεν έχουμε διανοηθεί.