Αρθρο του Ν.Κοζιά
ΠΗΓΗ: http://epirusgate.blogspot.com/
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι η Ελλάδα βρίσκεται μέσα σε μια μεγάλη κρίση ανταγωνιστικότητας, δομών, χρηματοπιστωτικών μεγεθών. Επίσης, είναι φανερό ότι ενώ αυτή η κρίση είναι προϊόν των νεοφιλελεύθερων στρατηγικών, οι δυνάμεις που κυριαρχούν στην ΕΕ, προωθούν νεοφιλελεύθερα μέτρα «εξόδου από την κρίση». Όπως, όμως, δείχνουν όλες οι ιστορικές μελέτες, από τις 32 χώρες που βρέθηκαν τα τελευταία....
ογδόντα χρόνια στη δίνη ανάλογων κρίσεων μόνο η μία (Ναι! Μόνο η μία!) τα κατάφερε να συνέλθει έγκαιρα και να απαλλαγεί από τα χρέη της. Κατά συνέπεια, ο αποκαλούμενος μονόδρομος μόνο μονόδρομος δεν είναι, ακόμα και αν αποδεχόταν κανείς την νεοφιλελεύθερη λογική. Στη συνέχεια θα αναφέρω συγκεκριμένα παραδείγματα στήριξης αυτής της θέσης μου.
Αντί η κυβέρνηση να πουλήσει προτίμησε να δημοσιοποιήσει
Η κυβέρνηση παρέλαβε μια κάκιστη οικονομική κατάσταση. Χειρότερη από εκείνη που διέβλεπε ως αντιπολίτευση. Πολύ χειρότερη από ότι δήλωνε η ΝΔ ως κυβέρνηση. Για αυτό και οι ευθύνες της κυβέρνησης του Κ. Καραμανλή είναι οι μέγιστες. Το δέχομαι αυτό και το υποστηρίζω ως αληθινό. Το σφάλμα του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης, ήταν ότι έχοντας πια διαβάσει την κακή κατάσταση της οικονομίας, το πατριωτικό θα ήταν να καλύψει τις υποχρεώσεις δανεισμού που είχε η χώρα και κατόπιν να δημοσιοποιήσει την πραγματική κατάσταση. Ανάμεσα στα κέρδη για τη χώρα πριν τη δημοσιοποίηση των «αριθμών» και τα κέρδη των κερδοσκόπων μετά την δημοσιοποίηση, θα έπρεπε με σαφήνεια να επιλέξει τα πρώτα. Δυστυχώς επέλεξε χωρίς από ότι φαίνεται να έχει την απαιτούμενη νηφαλιότητα, να δημοσιοποιήσει πρώτα το πρόβλημα της χώρας και κατόπιν να αναζητήσει, με πολύ χειρότερους όρους, τον δανεισμό της.Στη συνέχεια, η κυβέρνηση δεν αξιοποίησε τις δυνατότητες που διατηρούσε ακόμα (το θέμα δεν ήταν όπως υποστηρίζει η διαπλοκή να λάβει νωρίτερα τα μέτρα λιτότητας, αλλά πρωτίστως να δανειστεί έγκαιρα). Όταν βγήκε για πρώτη φορά να πάρει δάνεια, ύψους τελικά οκτώ δισεκατομμυρίων ευρώ, συνάντησε μια προσφορά 25 δισεκατομμυρίων. Και αυτή δόθηκε αρκετά πριν λάβει μέτρα αυστηρής λιτότητας. Αντί, τότε να αξιοποιήσει τη δυνατότητα κάλυψης του ήμιση των απαιτήσεων προς την Ελλάδα για το έτος 2010, δανείστηκε μόνο τα άμεσα αναγκαία και κατόπιν προχώρησε στο γνωστό πρόγραμμα λιτότητας προκειμένου να δανειστεί αμέσως μετά!
Αν συνεχίσει η πολιτική ύφεσης – το κόστος δανεισμού θα γίνει δυσβάστακτο
Εξαρχής η κυβέρνηση προσανατολίστηκε στον περιορισμό των μισθών και του κοινωνικού κόστους της εργασίας. Τέτοια μέτρα δεν κάνουν, ασφαλώς, την ελληνική οικονομία πιο ανταγωνιστική, αλλά την οδηγούν απευθείας στην ύφεση. Το αποτέλεσμα είναι ότι θα αυξάνει η Χιονοστιβάδα (δηλαδή, το snowball effect) της οικονομίας. Η Χιονοστιβάδα είναι ένας οικονομικός δείκτης που προσμετρά την αύξηση των επιτοκίων με τα οποία δανείζεται μια χώρα και το ποσοστό ανάπτυξής της, στην περίπτωση της Ελλάδας, φέτος και τα επόμενα χρόνια, το ποσοστό συρρίκνωσης της οικονομίας. Εφόσον η ύφεση θα κινηθεί στα 2,5-4%, όπως πιστεύω, και ο δανεισμός θα γίνεται με τόκο 4,5-6%, η ετήσια επιβάρυνση της ελληνικής οικονομίας (σχέση υψηλών επιτοκίων με συρρίκνωση) θα κινηθεί στα 8-11%. Δηλαδή, ενώ η ελληνική οικονομία θα βρίσκεται σε τροχιά ύφεσης, το κόστος των τοκοχρεολυσίων που θα έχει να πληρώσει θα αυξάνει. Ο όγκος της οικονομίας θα περιορίζεται και κατά προέκταση θα γίνεται όλο και πιο δύσκολη η αποπληρωμή χρεών.Όλα δείχνουν ότι το οικονομικό επιτελείο κάτω από το πραγματικό βάρος να βρει δάνεια δεν σκέφτεται νηφάλια τις επιπτώσεις που θα έχει για το μέλλον της χώρας ο συνδυασμός της πολιτική που ακολουθείται: συρρίκνωσης της οικονομίας και αύξησης των τοκοχρεολυσίων.
Εύκολες λύσεις ή προϋπολογισμός μηδενικής βάσης;
Μπροστά στην όλο και περισσότερο βαθιά κρίση της ελληνικής οικονομίας και της σχετικής δυσκολίας δανεισμού, το οικονομικό επιτελείο κατέφευγε στη γνωστή εύκολη λύση που θα μπορούσε να επιλέξει και μια οποιαδήποτε άλλη κυβέρνηση: το πάγωμα των συντάξεων, τον περιορισμό του κόστους εργασίας, την αύξηση των άμεσων φόρων και το κτύπημα του εισοδήματος των μισθωτών. Δεν θέλει ούτε πολύ φαιά ουσία, ούτε και πολλές γνώσεις για να επιλέξει κανείς μια τέτοια πολιτική και να την παρουσιάζει ως μονόδρομο. Στην πραγματικότητα, όμως, υπάρχουν πιο αποτελεσματικές και δίκαιες τεχνικές περιορισμού των δαπανών. Αρκεί να υπάρχει η πολιτική θέληση. Εφόσον η κυβέρνηση δεν πήρε τα όποια μέτρα την επόμενη της εκλογής της και έδωσε στον εαυτό της χρόνο, τότε θα έπρεπε να επιλέξει τον περιορισμό των δημόσιων δαπανών μέσω του «Προϋπολογισμού Μηδενικής Βάσης». Αυτό σήμαινε ότι κανένα έξοδο του δημοσίου δεν θεωρείται εξαρχής ως απαραίτητο και πολύ λιγότερο δεδομένο.Η κυβέρνηση όφειλε να αναλύσει τον προϋπολογισμό σημείο προς σημείο και να κόψει όλες τις σπατάλες μία – μία. Να διαγράψει από τους δημόσιους λογαριασμούς κάθε μη αιτιολογημένη και πραγματικά αναγκαία δαπάνη. Από τον περιορισμό των αποστολών στο εξωτερικό μέχρι την κατάργηση της πολιτικής χορηγιών και μάλιστα στο μεγάλο κεφάλαιο. Αφού θα έκανε αυτή την πράξη, κατόπιν θα μπορούσε να ξεχωρίσει ανάμεσα στις δαπάνες που καλύπτει από τα έσοδά της και εκείνες που χρειάζονται δανεισμό και να αναστοχαστεί για άλλη μια φορά επί των τελευταίων. Στην περίπτωση που μετά τη χρήση αυτής της μεθόδου θα υπήρχαν «κενά», μόνο τότε θα προχωρούσε λελογισμένα η κυβέρνηση σε ότι ονομάζω ως «εύκολες λύσεις».
Η λογιστική αντί της πολιτικής
Η κυβέρνηση θα έπρεπε να κινηθεί, στην υπόθεση του διεθνή δανεισμού, πολιτικά, αξιοποιώντας και το υπουργείο εξωτερικών, και όχι μόνο εκείνο των οικονομικών σε δύο γραμμές. Η μία ήταν να θέσει ζητήματα λειτουργίας, συνοχής, προοπτικών της ίδιας της ΕΕ. Να διαμορφώσει, δηλαδή, πρώτα ένα πολιτικό πλαίσιο και κατόπιν να διαπραγματευόταν το οικονομικό επιτελείο εντός αυτού του πλαισίου. Μια τέτοια πολιτική επιλογή, προϋποθέτει ότι το οικονομικό επιτελείο θα κατανοούσε τις δυνατότητες διαπραγμάτευσης, και δεν θα παραιτείτο εξ’ αρχής από αυτήν με τρόπο που δεν έχει ξανασυμβεί στα διπλωματικά χρονικά. Με τρόπο που έστελνε σήμα στους διεθνείς κερδοσκόπους ότι μπορούν να θέτουν όποιους όρους δανεισμού επιθυμούσαν, καθότι οι Έλληνες αρμόδιοι πιστεύουν ότι δεν έχουν περιθώρια διαπραγμάτευσης. Η δεύτερη γραμμή θα στηριζόταν στο γεγονός ότι στη σημερινή φάση της παγκοσμιοποίησης αυξάνουν οι δυνατότητες μιας χώρας, όπως είναι η Ελλάδα, να αναπτύξει πολύπλευρες σχέσεις και να διευρύνει τον βαθμό αυτονομίας της. Αυτό δεν ισχύει μόνο για την πολιτική και την γεωπολιτική εν γένει, αλλά και για την οικονομική πολιτική ειδικότερα. Δυστυχώς, το οικονομικό επιτελείο αντέδρασε δημόσια αρνητικά στην προοπτική δανεισμού από χώρες όπως η Κίνα. Κάτι που ισοδυναμούσε με μήνυμα στους κερδοσκόπους ότι η χώρα δεν διαθέτει, αλλά και ούτε επιθυμεί να δημιουργήσει εναλλακτικές λύσεις.Σε αυτά τα πλαίσια, η κυβέρνηση δανείζεται αναγκαστικά πλέον με όρους τοκογλυφίας. Αφήνει δε αναπάντητους τους εκφραστές των συμφερόντων των τοκογλύφων που διατείνονται «ότι η Ελλάδα θέλει να τα αρπάξει από τις τσέπες εργαζομένων τρίτων κρατών». Δηλαδή, είναι και τοκογλύφοι και ζητούν τα ρέστα.
Μαύρες ψυχές και έλλειψη επαφών με τους κοινωνικούς παράγοντες
Τέλος, θα ήθελα να αναφέρω, ανάμεσα στα πολλά σφάλματα της κυβέρνησης, την έλλειψη διάθεσης από το οικονομικό επιτελείο να βρίσκεται σε συνεχή διάλογο με τους εκπροσώπους της μισθωτής εργασίας, ιδιαίτερα τη ΓΣΕΕ. Η πρώτη ουσιαστική συζήτηση στου Μαξίμου με την τελευταία έγινε μόλις πέντε μήνες μετά τις εκλογές και αφού είχαν ήδη αποφασιστεί σειρά μέτρων και επιλεχτεί συγκεκριμένος προσανατολισμός της κυβέρνησης. Αρκετοί στο οικονομικό επιτελείο δείχνουν μια απέχθεια προς τους εκπροσώπους της μισθωτής εργασίας που φοβάμαι ότι δεν έχει να κάνει μόνο με την κρίση, ούτε καν με κάποιο νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό. Τα ίδια πρόσωπα, επιπλέον, εξουθένωσαν την ψυχή και το σθένος των πολιτών με μαύρες «ειδήσεις», διαρροές και παραπολιτικά, προκειμένου, έτσι νόμιζαν, να περάσουν πιο εύκολα τα μέτρα που προωθούσαν. Στην ουσία, αντί να αναζητήσουν τις δύσκολες λύσεις για την οικονομία της χώρας, επέλεξαν να μαυρίσουν την ψυχή των μισθωτών.
Σημείωση: Τα πιο πάνω, είναι ορισμένα μόνο παραδείγματα για τη θέση μου, ότι η πολιτική που ακολουθείται σήμερα στην Ελλάδα δεν είναι μονόδρομος. Ότι ακόμα και εντός της λογικής του σημερινού οικονομικού επιτελείου, υπήρχαν εναλλακτικές λύσεις και μεθοδεύσεις. Ότι απαιτείται σε περιόδους κρίσης η συνεννόηση με τους μισθωτούς και τους άλλους εργαζομένους και όχι μόνο με τους τραπεζίτες και τη διαπλοκή.