Η ΓΣΕΒΕΕ απέστειλε σήμερα επιστολή προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης, Διαφάνειας & Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, κ. Χ. Καστανίδη, σχετικά με την ποινική καταδίκη για τη μη εμπρόθεσμη καταβολή ασφαλιστικών εισφορών επιχειρηματιών και ελεύθερων επαγγελματιών και την ποινή της προσωποκράτησης σε επιχειρηματίες που αδυνατούν να καλύψουν επιταγές.
Σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, οι ελεύθεροι επαγγελματίες και οι επιχειρηματίες που είναι....
ασφαλισμένοι στον ΟΑΕΕ και έχουν νόμιμη υποχρέωση καταβολής μηνιαίων ασφαλιστικών εισφορών (που βαραίνουν αποκλειστικά τους ίδιους) προς τον Οργανισμό μέσα στο πρώτο δεκαπενθήμερο κάθε μήνα, εφόσον δεν καταβάλλουν αυτές τις εισφορές μέσα σε ένα μήνα από τότε που αυτές κατέστησαν απαιτητές τιμωρούνται με ποινή φυλάκισης και χρηματική ποινή ( άρθρο 1 παρ. 1 του ΑΝ 86/1967 σε συνδυασμό προς τα άρθρα 1,2,4,5, του Ν. 6364/1934 και του άρθρου 1 του Ν 1072/1980 και τα άρθρα 13 και 15 της υπ’ αριθμ. 12566/1940 Υπουργού Εργασίας ).
Ως προς το συγκεκριμένο θέμα η Γενική Συνομοσπονδία αναφέρει στην επιστολή τα ακόλουθα:
“θέλουμε να σας επισημάνουμε με την παρούσα, ότι τις δυσμενείς συνέπειες από την μη καταβολή των βαρυνουσών εισφορών τους υφίστανται αποκλειστικά οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι ( διακοπή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, αδυναμία λήψεως σύνταξης, έλλειψη ασφαλιστικής ενημερότητας κ.λ.π. ), οι οποίοι πάντα και σε κάθε περίπτωση προσπαθούν να είναι συνεπείς προς την υποχρέωσή τους αυτή.
Η μη καταβολή των βαρυνουσών εισφορών στον Ο.Α.Ε.Ε. από τους υπόχρεους, η οποία επιφέρει για τους ίδιους τις παραπάνω βλαπτικές συνέπειες, οφείλεται αποκλειστικά στην οικονομική αδυναμία, ακόμα και την οικονομική ένδεια στην οποία λόγω ατυχιών ή οικονομικής δυσπραγίας έχουν περιέλθει αυτοί.
Η παραπομπή τους, πέραν των παραπάνω συνεπειών που υφίστανται αυτοί οι ίδιοι, και στο ποινικό Δικαστήριο, προκειμένου να πιεστούν, να καταβάλλουν τις εισφορές, με την απειλή της ποινικής καταδίκης, εκτός από άδικη και ανάλγητη απέναντι σε οικονομικά αδύναμους και πολλές φορές κατεστραμμένους οικονομικά συναδέλφους μας είναι και αντίθετη σε θεμελιώδεις συνταγματικές διατάξεις που κατοχυρώνουν με απόλυτο τρόπο την αξία του ανθρώπου και τις ατομικές ελευθερίες του.
Σήμερα που διανύουμε την μεγαλύτερη οικονομική κρίση μεταπολεμικά, η οποία έχει ισοπεδώσει την μικρομεσαία επιχείρηση και τους επαγγελματίες, οι οποίοι αδυνατούν να ανταποκριθούν στις οικονομικές τους υποχρεώσεις, είναι επιτακτική ανάγκη να καταργηθούν για τους ασφαλισμένους στον ΟΑΕΕ οι παραπάνω αναχρονιστικές και προσβλητικές για την προσωπικότητά τους διατάξεις.
Η κατάργηση αυτή είναι επιβεβλημένη για την αποκατάσταση των θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων και ελευθεριών των συναδέλφων μας, που παραπέμπονται στα ποινικά Δικαστήρια, καταδικάζονται και σε πολλές περιπτώσεις οδηγούνται και στις φυλακές, υφιστάμενοι εκτός από την οικονομική τους καταστροφή και τα κοινωνικά και οικογενειακά προβλήματα που αυτή επιφέρει και την απαξία της πολιτείας προς το πρόσωπό τους, με την ποινική μεταχείριση που τους επιφυλάσσει αυτή.
Εξάλλου δεν ζητάμε τίποτα περισσότερο από αυτό που ισχύει για άλλες επαγγελματικές ομάδες (ιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί κ.λ.π. ), τα μέλη των οποίων δεν ευθύνονται και δεν διώκονται ποινικά για την μη εμπρόθεσμη καταβολή των εισφορών τους στα ασφαλιστικά τους Ταμεία.”
Το δεύτερο ζήτημα που θέτει η ΓΣΕΒΕΕ προς τον Υπουργό, αφορά την προσωπική κράτηση ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της απόφασης που εκδίδεται με βάση την αδικοπρακτική ευθύνη από ακάλυπτη επιταγή.
Στην περίπτωση ακάλυπτης επιταγής, ο κομιστής της επιταγής μπορεί να ζητήσει, με βάση τη διάταξη του άρθρου 1047 ΚΠολΔ (κατά την τακτική διαδικασία) την απαγγελία προσωπικής κράτησης κατά του εναγόμενου εκδότη της επιταγής ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης.
Με βάση την ανωτέρω διάταξη αρκετοί επιχειρηματίες που από οικονομική αδυναμία δεν εκπληρώνουν τη χρηματική τους υποχρέωση που απορρέει από ακάλυπτη επιταγή, οδηγούνται στις φυλακές από τους προμηθευτές τους.
Σε συνέχεια των παραπάνω το αίτημα της Γενικής Συνομοσπονδίας προς τον Υπουργό Δικαιοσύνης αφορά στη στοιχειώδη επιείκεια προς τους επιχειρηματίες που κρατούνται για την αιτία αυτή, ώστε αυτοί να απολύονται αφού εκτίσουν τα 2/3 της κράτησης.