ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ ΚΑΙ ΛΥΣΕΙΣ
Καθηγητής Αλέξανδρος Π. Οικονομόπουλος,
Εργαστήριο Διαχείρισης Αερίων, Υγρών και Στερεών Αποβλήτων
Τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος, Πολυτεχνείο Κρήτης
Τηλ.: 28210 37776, Fax: 28210 37845, Email: eco@otenet.gr
Ημερίδα Νομαρχίας Α. Αττικής 9/1/2007, Αμφιθέατρο ΕΒΕΑ, Ακαδημίας 7
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Το εργαστήριο «Διαχείρισης Αερίων, Υγρών και Στερεών Αποβλήτων» του Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης (Π.Κ.) παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις στη διαχείριση των οικιακού τύπου απορριμμάτων και με την ερευνά του έχει συμβάλει στην διαμόρφωση νέων προηγμένων μεθόδων.
Επειδή οι εξελίξεις τρέχουν, το Π.Κ., επιθυμώντας να συμβάλλει στη σωστή ενημέρωση και στη λήψη ορθολογικών αποφάσεων, ετοίμασε ένα τεύχος με τίτλο «Διαχείριση Οικιακού Τύπου Απορριμμάτων / Προβλήματα Εθνικού Σχεδιασμού και Ορθολογικές Λύσεις» και αποδέχτηκε την πρόσκληση της Νομαρχίας και των Δήμων της Α. Αττικής να συμμετάσχει στην παρούσα ημερίδα. Στόχος είναι η παρουσίαση βασικών συμπερασμάτων από τις παραπάνω ερευνητικές δραστηριότητες, τα οποία αναδεικνύουν βασικά προβλήματα του τρέχοντος σχεδιασμού αλλά και ορίζουν συγκεκριμένες ορθολογικές λύσεις.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Προβλήματα εθνικού σχεδιασμού 2000
Ο σχεδιασμός ξεκίνησε πριν από δέκα περίπου χρόνια σε Νομαρχιακό επίπεδο. Το τελευταίο θα ήταν λογικό μερικές δεκαετίες νωρίτερα, όταν το κόστος διαχείρισης ήταν μικρό και οι επερχόμενες αυστηρές απαιτήσεις για ανακύκλωση, επεξεργασία και διάθεση άγνωστες. Η χώρα μας όμως αγνόησε τις εξελίξεις και οργάνωσε τη διαχείριση στη μικροκλίμακα της Νομαρχίας με λογική βαθύτατα επηρεασμένη από το απλοϊκό σύνδρομο της διαχείρισης σε επίπεδο ΟΤΑ.
Βασικός στόχος υπήρξε η εξάλειψη των ανεξέλεγκτων χώρων διάθεσης, δίχως πρόβλεψη για την ανάγκη κάλυψης των επερχόμενων απαιτήσεων επεξεργασίας, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί συντεταγμένη μετάβαση από τους αρχικούς χώρους υγειονομικές ταφής των απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) σε ολοκληρωμένες εγκαταστάσεις διάθεσης απορριμμάτων (ΟΕΔΑ).
Αποτέλεσμα των σχεδιασμών αυτών υπήρξε η προώθηση πολυάριθμών ΧΥΤΑ. Ο Εθνικός Σχεδιασμός του 2000 (Κ.Υ.Α. 14312/1302 ΦΕΚ 723 Β’/9.6.2000 και 26469/1501/Ε103 ΦΕΚ 864 Β’/1.7.2003), που διαμορφώθηκε από τη σύνθεση των νομαρχιακών, προέβλεπε τη δημιουργία 124 ΧΥΤΑ (70 στην Ηπειρωτική Ελλάδα, 11 στην Κρήτη και 43 στα υπόλοιπα νησιά. Από αυτούς, η συντριπτική πλειοψηφία είχε δυναμικότητα πολύ μικρή, μικρότερη από 50 τόνους την ημέρα.
Ο σχεδιασμός αυτός υπήρξε δαπανηρός (το ανά τόνο κόστος διάθεσης είναι υψηλό σε μικρούς ΧΥΤΑ λόγω έλλειψης οικονομίας κλίμακας), αδυνατούσε, στις περισσότερες περιπτώσεις να προστατεύσει το περιβάλλον (η ορθή διαχείριση διασταλαγμάτων και βιοαερίου δεν είναι οικονομικά εφικτή σε μικρούς ΧΥΤΑ), δεν είχε μέλλον (οι πολυάριθμοι μικροί ΧΥΤΑ δεν μπορούν να μετεξελιχθούν σε ΟΕΔΑ προκειμένου να επιτευχθούν οι απαιτήσεις επεξεργασίας από το 2010) και δημιουργούσε εντονότατες κοινωνικές αντιδράσεις και προσφυγές στο Σ.τ.Ε. (σε κάθε πόλη με πληθυσμό μεγαλύτερο από 9.000 αντιστοιχούσε ένας τουλάχιστον ΧΥΤΑ).
Προβλήματα Περιφερειακών σχεδιασμών 2005 / 2006
Ως ήταν αναμενόμενο, η υλοποίηση των έργων που προέβλεπαν οι Νομαρχιακοί σχεδιασμοί κρίθηκε στην πράξη μη αποδοτική και προωθήθηκε η διαμόρφωση νέων σχεδιασμών σε Περιφερειακό επίπεδο, αρχικά με εγκυκλίους του ΥΠΕΧΩΔΕ και στη συνέχεια νομοθετικά (Κ.Υ.Α. 50910/2727 ΦΕΚ 1909/22.12.2003). Θεσμοθετήθηκε έτσι η υποχρέωση σύνταξης Περιφερειακών Σχεδίων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΠΕΣΔΑ) μέχρι το τέλος του 2005. Όπως όμως προκύπτει, οι νέοι ΠΕΣΔΑ όχι μόνο δεν έλυσαν τα προβλήματα των νομαρχιακών σχεδιασμών, αλλά προσθέσανε νέα και πολύ σοβαρότερα.
Αναλυτικότερα:
ΧΥΤΑ
Ο υπερβολικός αριθμός ΧΥΤΑ που προβλεπόταν στους Νομαρχιακούς σχεδιασμούς αυξήθηκε αντί να μειωθεί. Συνεπώς, τα σχετικά προβλήματα των Νομαρχιακών σχεδιασμών μεταφέρθηκαν και στους τρέχοντες Περιφερειακούς σχεδιασμούς. Η δραστηριότητα δημιουργίας νέων ΧΥΤΑ επιταχύνθηκε και έτσι έως το τέλος στο 2008 προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί υποδομή σε ΧΥΤΑ, ικανή να καλύψει τις ανάγκες τελικής διάθεσης του συνόλου των ΑΣΑ (εξαιρουμένης της Περιφέρειας Αττικής) πολύ πέρα από το 2020.
Σταθμοί Μεταφόρτωσης
Οι σταθμοί μεταφόρτωσης θεωρούνται από τη νομοθεσία δευτερεύουσες εγκαταστάσεις και από τους ΠΕΣΔΑ απαιτείται απλή αναφορά του προβλεπόμενου αριθμού τους, δίχως περαιτέρω τεκμηρίωση. Παρά ταύτα, με βάση τα προκαταρκτικά αυτά στοιχεία προωθείται η δημιουργία έργων με εγκρίσεις χρηματοδοτήσεων και εκτέλεση των αναγκαίων μελετών «ωρίμανσης».
Για τις περιφέρειες που είναι διαθέσιμα τα εγκεκριμένα ΠΕΣΔΑ, απλή και μόνο θεώρηση της κατάστασης, φανερώνει ότι ο αριθμός των προβλεπόμενων σταθμών μεταφόρτωσης είναι πολλαπλάσιος του ορθολογικού. Ιδιαίτερα εμφανής είναι η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου συστήματος οδικής, σιδηροδρομικής και θαλάσσιας μεταφοράς, που περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες διαχείρισης σε εθνικό επίπεδο και συνδέεται στενά με τα υφιστάμενα πολυάριθμα τοπικά προβλήματα διαχείρισης.
Εγκαταστάσεις Επεξεργασίας
Ο προβλεπόμενος αριθμός 35 μονάδων επεξεργασίας είναι δεκαπλάσιος από τον βέλτιστο (βλέπε παρακάτω), με αποτέλεσμα το υπερβολικό κόστος επεξεργασίας λόγω έλλειψης οικονομίας κλίμακας. Παρατηρείται επίσης μια δαπανηρότατη τάση επεξεργασίας του συνόλου των ΑΣΑ από το 2010, παρότι η επεξεργασία θα μπορούσε να περιοριστεί αρχικά στο 45 % των ΑΣΑ και σταδιακά να αυξηθεί, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής και Ελληνικής νομοθεσίας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η αναφερόμενη αξιολόγηση των εναλλακτικών τεχνολογιών επεξεργασίας είναι γενική. Η ασάφεια των ΠΕΣΔΑ υφίσταται, ακόμα και σε Περιφέρειες όπως της Αττικής, όπου η δημιουργία σχετικών εγκαταστάσεων επεξεργασίας έχουν ήδη «ωριμάσει» με εκτέλεση Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) και εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων. Για τη λήψη των βασικών αυτών αποφάσεων εξουσιοδοτούνται εκ προοιμίου οι Φορείς Διαχείρισης Στερεών Απορριμμάτων (ΦοΔΣΑ), οι περισσότεροι από τους οποίους προβλέπεται να δημιουργηθούν με μελλοντικές αποφάσεις της Περιφέρειας.
Από την ανάγνωση των ΠΕΣΔΑ δημιουργείται η αίσθηση ότι προωθείται ευρύτατη χρήση «νέων τεχνολογιών» με συνδυασμένη χρήση βιολογικής ξήρανσης και αεριοποίησης ή πυρόλυσης. Τούτο αναφέρεται στο ΠΕΣΔΑ Πελοποννήσου, συμπεραίνεται από το ΠΕΣΔΑ Κρήτης και προκύπτει από τις Μ.Π.Ε. των υπό ίδρυση ΟΕΔΑ Γραμματικού και Κερατέας.
Συμπεράσματα και Οικονομική Αξιολόγηση
Από την παράθεση των βασικών χαρακτηριστικών των ΠΕΣΔΑ που προηγήθηκε προκύπτει αντίφαση μεταξύ της εκτενέστατης ανάπτυξης ΧΥΤΑ, που θα έχει ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2008, και της προβλεπόμενης επεξεργασίας του συνόλου σχεδόν των ΑΣΑ από τα μέσα του 2010. Λογικά, η επεξεργασία συνεπάγεται δραστική μείωση των αναγκών διάθεσης.
Δαπανηρή και μη αναγκαία είναι επίσης η σαφής τάση επεξεργασίας του συνόλου σχεδόν των ΑΣΑ από το 2010. Η υπέρβαση αυτή, σε σχέση με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής και της Ελληνικής νομοθεσίας συνεπάγεται βαρύτατη οικονομική επιβάρυνση, η οποία αγνοείται στα ΠΕΣΔΑ.
Τα παραπάνω προβλήματα βρίσκουν λογική ερμηνεία σε περίπτωση ευρείας χρήσης «νέων τεχνολογιών», δηλαδή βιολογικής ξήρανσης και αεριοποίησης, τις απαιτήσεις και τις ιδιαιτερότητες των οποίων είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα και υποθέτοντας καθολική χρήση των «νέων τεχνολογιών», που αποτελεί οριακό αλλά όχι απίθανο σενάριο, εκτιμάται ότι η εφαρμογή του υφιστάμενου εθνικού σχεδιασμού συνεπάγεται πρόσθετο κόστος (επιπλέον αυτού που απαιτείται με ορθολογικό σχεδιασμό) ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων Ευρώ ετησίως (100 € το χρόνο ανά εξυπηρετούμενο άτομο).
Το κόστος αυτό είναι ενδεικτικό και βασίζεται σε οικονομικά στοιχεία από την Ε.Ε.. Σημειώνεται ότι στις παραπάνω εκτιμήσεις δεν συμπεριλαμβάνονται τυχόν σημαντικές υπερβάσεις προϋπολογισμών, όπως ενίοτε συμβαίνει στη χώρα μας, ούτε τα ενδεχόμενα σοβαρά προβλήματα από την προσπάθεια ανάπτυξης και χρήσης νέων αδόκιμων τεχνολογιών, όπως η αεριοποίηση και η πυρόλυση, που δεν έχουν εφαρμοστεί επιτυχώς σε καμία χώρα έως σήμερα.
Σε ταυτόσημα συμπεράσματα καταλήγει και μελέτη του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.) με τίτλο «Διαχείριση Στερεών Αποβλήτων στην Ελλάδα / Η Περίπτωση της Αττικής» που ολοκληρώθηκε τον περασμένο Νοέμβριο από 11μελή ομάδα ειδικών. Ενδιαφέρουσα επισήμανση της μελέτης αυτής είναι η δυνατότητα μεταφοράς, μέσω υφιστάμενων πρακτικών, μεγάλου μέρους του υπέρογκου κόστους εφαρμογής, από τις επιμέρους Φορείς Διαχείρισης Στερεών Απορριμμάτων (ΦοΔΣΑ) στο σύνολο των καταναλωτών της χώρας και στην εθνική οικονομία.
ΑΡΧΕΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Για τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων θα πρέπει να συνδυαστούν οι αναγκαίες δράσεις έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η τήρηση, με βέλτιστο οικονομικά τρόπο, πολλαπλών απαιτήσεων που προκύπτουν από την υφιστάμενη νομοθεσία. Μια λογική διαδικασία για την επίτευξη των παραπάνω στόχων περιλαμβάνει τα ακόλουθα διαδοχικά στάδια:
Λήψη στρατηγικών αποφάσεων με επιλογή των πλέον πρόσφορων συνδυασμών μεθόδων διαχωρισμού στην πηγή, συλλογής και μεταφοράς, επεξεργασίας και διάθεσης, δίχως την ανάγκη κατάρτισης λεπτομερών σχεδίων δράσης.
Ορθολογική επιλογή θέσεων για δημιουργία κεντρικών ΟΕΔΑ. Η μέθοδος αυτή βασίζεται στον προσδιορισμό των οριακών αποστάσεων, που συμφέρει να μεταφερθούν τα απορρίμματα από μια περιοχή προκειμένου η επεξεργασία τους να γίνει σε μεγάλη κεντρική εγκατάσταση.
Από την εφαρμογή στην Ηπειρωτική Ελλάδα προκύπτει ότι ο βέλτιστος αριθμός κεντρικών μονάδων δεν υπερβαίνει τις 7 για αερόβια Μηχανική – Βιολογική επεξεργασία και τις 3 για μονάδες στοιχειομετρικής καύσης. Οι ανάγκες αυτές εύκολα καλύπτονται από ιδιαίτερα κατάλληλες θέσεις, όπως μεγάλα μεταλλεία (λιγνιτωρυχεία ΔΕΗ σε Πτολεμαΐδα και Μεγαλούπολη και μεταλλεία Βωξίτη σε Δίστομο), νέες κατάλληλες θέσεις (Ριτσώνα Βοιωτίας), και υφιστάμενες κατάλληλες θέσεις (Δ. Αττική με εργοστάσιο της Αερόβιας Μηχανικής - Βιολογικής Επεξεργασία, Λάρισα και Ξάνθη), που παρουσιάζονται στο χάρτη της Εικόνας 1.
Σε σύγκριση με τα παραπάνω, οι Περιφερειακοί σχεδιασμοί προωθούν την ίδρυση 71 ΧΥΤΑ και 32 εγκαταστάσεων επεξεργασίας στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Με την απλή αυτή διαδικασία θα μπορούσε να έχει λυθεί (και θα πρέπει να λυθεί) ένα χρόνιο πρόβλημα, που έχει δημιουργήσει εντονότατες κοινωνικές αντιδράσεις, πολλαπλές προσφυγές στο Σ.τ.Ε., καθυστερήσεις στην εφαρμογή, απώλειες επιδοτήσεων από την Ε.Ε., αστοχία στην προστασία του περιβάλλοντος και υπέρμετρες δαπάνες.
Διαμόρφωση βέλτιστου λεπτομερούς σχεδίου διαχείρισης, με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα και τη χρήση προηγμένων πακέτων λογισμικού. Η μέθοδος αυτή έχει ήδη εφαρμοστεί στις Περιφέρειες Δ. Μακεδονίας και Αττικής.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Ένας νέος σχεδιασμός σε εθνικό επίπεδο με τις διαδικασίες που προτείνονται παραπάνω θα αξιοποιούσε ασφαλώς, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, την σημαντική υποδομή σε υφιστάμενους και προωθούμενους ΧΥΤΑ, αλλά και την υποδομή σε σταθμούς μεταφόρτωσης και μονάδες επεξεργασίας, εξασφαλίζοντας συνάμα μια ομαλή μετάβαση από το σημερινό σύστημα διαχείρισης στο βέλτιστο εθνικό.
Στα πλαίσια του νέου αυτού σχεδιασμού αναμένεται να προκύψει προτεραιότητα στην επεξεργασία του συνόλου των απορριμμάτων της Αττικής, η οποία δεν διαθέτει σήμερα αξιόλογη υποδομή σε ΧΥΤΑ. Τούτο θα εξασφάλιζε τήρηση των απαιτήσεων επεξεργασίας μέχρι το 2013 σε εθνικό επίπεδο. Με αυτό τον τρόπο παρέχεται χρόνος στις υπόλοιπες περιφέρειες να αξιοποιήσουν τη σημαντική υποδομή, που οι περισσότερες θα διαθέτουν σε ΧΥΤΑ, για οικονομική απ’ ευθείας διάθεση των απορριμμάτων τους.
Με τη διαδικασία αυτή οδεύουμε σταδιακά, από τη χρήση της πληθώρας των υφιστάμενων και αναμενόμενων ΧΥΤΑ, στην ίδρυση και λειτουργία ολιγάριθμων κεντρικών εγκαταστάσεων σε θέσεις, σαν αυτές στο χάρτη της Εικόνας 1, που δεν προκαλούν τοπικές οχλήσεις και κοινωνικά προβλήματα, αλλά αντιθέτως αποτελούν πολύτιμους πόλους οικονομικής ανάπτυξης. Τα απορρίμματα θα μεταφέρονται στις κεντρικές αυτές εγκαταστάσεις με ένα ολοκληρωμένο δίκτυο οδικής, σιδηροδρομικής και ακτοπλοϊκής μεταφοράς. Το δίκτυο αυτό είναι βέβαιο ότι μπορεί να εξυπηρετήσει το σύνολο της Ηπειρωτικής Ελλάδος, αλλά και την πλειονότητα των νησιών με οικονομικά πολύ πιο πρόσφορο τρόπο, προσφέροντας παράλληλα προφανή περιβαλλοντικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα.
Η ορθολογικοποίηση του όλου συστήματος διαχείρισης των οικιακού τύπου απορριμμάτων προσφέρει εθνικής εμβέλειας οικονομικά, περιβαλλοντικά, κοινωνικά και αναπτυξιακά πλεονεκτήματα και συνάμα λύσεις που δεν υφίστανται σε χρονικούς περιορισμούς. Από τη σωστότερη και μόνο επιλογή του συστήματος επεξεργασίας προκύπτει οικονομία αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων € ετησίως σύμφωνα με τα προαναφερθέντα.
Με την προτεινόμενη προσέγγιση αξιοποιείται το σύνολο της υφιστάμενης υποδομής και τίθενται ρεαλιστικότεροι και ελεγχόμενοι στόχοι, που μπορούν να εφαρμοστούν ταχύτερα και ασφαλέστερα από τα προβλεπόμενα στους ΠΕΣΔΑ. Πράγματι, έναντι των πολυπληθών ΦοΔΣΑ που θα δημιουργηθούν, θα μελετήσουν, θα αποφασίσουν και θα προωθήσουν την κατασκευή δεκάδων εγκαταστάσεων επεξεργασίας, συχνά μέσα από έντονες αντιδράσεις και προσφυγές των τοπικών κοινωνιών, πολύ ρεαλιστικότερη και ταχύτερη είναι η προώθηση μιας κεντρικής εκτός Αττικής ΟΕΔΑ, η οποία, μαζί με τη μονάδα EMAK I των Α. Λιοσίων, θα εξυπηρετήσει τόσο την Αττική όσο και ευρύτερες περί αυτήν περιοχές. Με τη μονάδα αυτή θα μπορούσαν να καλυφθούν όλες οι ανάγκες επεξεργασίες των ΑΣΑ της χώρας έως τουλάχιστον το 2013. Πολύ νωρίτερα θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί και το νέο βέλτιστο εθνικό σχέδιο διαχείρισης, το οποίο θα ορίσει την περαιτέρω πορεία.
Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι το μέγεθος του σημερινού προβλήματος διαχείρισης των ΑΣΑ είναι σοβαρό και οι οικονομικές του επιπτώσεις σημαντικές για την εθνική οικονομία. Υπάρχουν όμως συγκεκριμένες, ορθολογικές και γρήγορα εφαρμόσιμες λύσεις.
Εν όψει της κατάστασης αυτής λογικό θα ήταν να επανεξεταστεί η σκοπιμότητα συνέχισης της υφιστάμενης πορείας εφαρμογής των ΠΕΣΔΑ, οι οποίοι, αντί να παρουσιάσουν και να τεκμηριώσουν ένα ολοκληρωμένο σχεδιασμό, ως εξ ορισμού είχαν υποχρέωση να κάνουν, δημιούργησαν, κατά κύριο λόγο, δομές εφαρμογής μέσω ΦοΔΣΑ (η πλειονότητα των οποίων θα οριστεί από τις περιφέρειες) παρέχοντας σε αυτούς a priori εξουσιοδότηση για λήψη όλων των κρίσιμων αποφάσεων.-
Το εργαστήριο «Διαχείρισης Αερίων, Υγρών και Στερεών Αποβλήτων» του Τμήματος Μηχανικών Περιβάλλοντος του Πολυτεχνείου Κρήτης (Π.Κ.) παρακολουθεί από κοντά τις εξελίξεις στη διαχείριση των οικιακού τύπου απορριμμάτων και με την ερευνά του έχει συμβάλει στην διαμόρφωση νέων προηγμένων μεθόδων.
Επειδή οι εξελίξεις τρέχουν, το Π.Κ., επιθυμώντας να συμβάλλει στη σωστή ενημέρωση και στη λήψη ορθολογικών αποφάσεων, ετοίμασε ένα τεύχος με τίτλο «Διαχείριση Οικιακού Τύπου Απορριμμάτων / Προβλήματα Εθνικού Σχεδιασμού και Ορθολογικές Λύσεις» και αποδέχτηκε την πρόσκληση της Νομαρχίας και των Δήμων της Α. Αττικής να συμμετάσχει στην παρούσα ημερίδα. Στόχος είναι η παρουσίαση βασικών συμπερασμάτων από τις παραπάνω ερευνητικές δραστηριότητες, τα οποία αναδεικνύουν βασικά προβλήματα του τρέχοντος σχεδιασμού αλλά και ορίζουν συγκεκριμένες ορθολογικές λύσεις.
ΚΡΙΤΙΚΗ ΘΕΩΡΗΣΗ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΟΥ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ
Προβλήματα εθνικού σχεδιασμού 2000
Ο σχεδιασμός ξεκίνησε πριν από δέκα περίπου χρόνια σε Νομαρχιακό επίπεδο. Το τελευταίο θα ήταν λογικό μερικές δεκαετίες νωρίτερα, όταν το κόστος διαχείρισης ήταν μικρό και οι επερχόμενες αυστηρές απαιτήσεις για ανακύκλωση, επεξεργασία και διάθεση άγνωστες. Η χώρα μας όμως αγνόησε τις εξελίξεις και οργάνωσε τη διαχείριση στη μικροκλίμακα της Νομαρχίας με λογική βαθύτατα επηρεασμένη από το απλοϊκό σύνδρομο της διαχείρισης σε επίπεδο ΟΤΑ.
Βασικός στόχος υπήρξε η εξάλειψη των ανεξέλεγκτων χώρων διάθεσης, δίχως πρόβλεψη για την ανάγκη κάλυψης των επερχόμενων απαιτήσεων επεξεργασίας, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί συντεταγμένη μετάβαση από τους αρχικούς χώρους υγειονομικές ταφής των απορριμμάτων (ΧΥΤΑ) σε ολοκληρωμένες εγκαταστάσεις διάθεσης απορριμμάτων (ΟΕΔΑ).
Αποτέλεσμα των σχεδιασμών αυτών υπήρξε η προώθηση πολυάριθμών ΧΥΤΑ. Ο Εθνικός Σχεδιασμός του 2000 (Κ.Υ.Α. 14312/1302 ΦΕΚ 723 Β’/9.6.2000 και 26469/1501/Ε103 ΦΕΚ 864 Β’/1.7.2003), που διαμορφώθηκε από τη σύνθεση των νομαρχιακών, προέβλεπε τη δημιουργία 124 ΧΥΤΑ (70 στην Ηπειρωτική Ελλάδα, 11 στην Κρήτη και 43 στα υπόλοιπα νησιά. Από αυτούς, η συντριπτική πλειοψηφία είχε δυναμικότητα πολύ μικρή, μικρότερη από 50 τόνους την ημέρα.
Ο σχεδιασμός αυτός υπήρξε δαπανηρός (το ανά τόνο κόστος διάθεσης είναι υψηλό σε μικρούς ΧΥΤΑ λόγω έλλειψης οικονομίας κλίμακας), αδυνατούσε, στις περισσότερες περιπτώσεις να προστατεύσει το περιβάλλον (η ορθή διαχείριση διασταλαγμάτων και βιοαερίου δεν είναι οικονομικά εφικτή σε μικρούς ΧΥΤΑ), δεν είχε μέλλον (οι πολυάριθμοι μικροί ΧΥΤΑ δεν μπορούν να μετεξελιχθούν σε ΟΕΔΑ προκειμένου να επιτευχθούν οι απαιτήσεις επεξεργασίας από το 2010) και δημιουργούσε εντονότατες κοινωνικές αντιδράσεις και προσφυγές στο Σ.τ.Ε. (σε κάθε πόλη με πληθυσμό μεγαλύτερο από 9.000 αντιστοιχούσε ένας τουλάχιστον ΧΥΤΑ).
Προβλήματα Περιφερειακών σχεδιασμών 2005 / 2006
Ως ήταν αναμενόμενο, η υλοποίηση των έργων που προέβλεπαν οι Νομαρχιακοί σχεδιασμοί κρίθηκε στην πράξη μη αποδοτική και προωθήθηκε η διαμόρφωση νέων σχεδιασμών σε Περιφερειακό επίπεδο, αρχικά με εγκυκλίους του ΥΠΕΧΩΔΕ και στη συνέχεια νομοθετικά (Κ.Υ.Α. 50910/2727 ΦΕΚ 1909/22.12.2003). Θεσμοθετήθηκε έτσι η υποχρέωση σύνταξης Περιφερειακών Σχεδίων Διαχείρισης Στερεών Αποβλήτων (ΠΕΣΔΑ) μέχρι το τέλος του 2005. Όπως όμως προκύπτει, οι νέοι ΠΕΣΔΑ όχι μόνο δεν έλυσαν τα προβλήματα των νομαρχιακών σχεδιασμών, αλλά προσθέσανε νέα και πολύ σοβαρότερα.
Αναλυτικότερα:
ΧΥΤΑ
Ο υπερβολικός αριθμός ΧΥΤΑ που προβλεπόταν στους Νομαρχιακούς σχεδιασμούς αυξήθηκε αντί να μειωθεί. Συνεπώς, τα σχετικά προβλήματα των Νομαρχιακών σχεδιασμών μεταφέρθηκαν και στους τρέχοντες Περιφερειακούς σχεδιασμούς. Η δραστηριότητα δημιουργίας νέων ΧΥΤΑ επιταχύνθηκε και έτσι έως το τέλος στο 2008 προβλέπεται να έχει ολοκληρωθεί υποδομή σε ΧΥΤΑ, ικανή να καλύψει τις ανάγκες τελικής διάθεσης του συνόλου των ΑΣΑ (εξαιρουμένης της Περιφέρειας Αττικής) πολύ πέρα από το 2020.
Σταθμοί Μεταφόρτωσης
Οι σταθμοί μεταφόρτωσης θεωρούνται από τη νομοθεσία δευτερεύουσες εγκαταστάσεις και από τους ΠΕΣΔΑ απαιτείται απλή αναφορά του προβλεπόμενου αριθμού τους, δίχως περαιτέρω τεκμηρίωση. Παρά ταύτα, με βάση τα προκαταρκτικά αυτά στοιχεία προωθείται η δημιουργία έργων με εγκρίσεις χρηματοδοτήσεων και εκτέλεση των αναγκαίων μελετών «ωρίμανσης».
Για τις περιφέρειες που είναι διαθέσιμα τα εγκεκριμένα ΠΕΣΔΑ, απλή και μόνο θεώρηση της κατάστασης, φανερώνει ότι ο αριθμός των προβλεπόμενων σταθμών μεταφόρτωσης είναι πολλαπλάσιος του ορθολογικού. Ιδιαίτερα εμφανής είναι η έλλειψη ενός ολοκληρωμένου συστήματος οδικής, σιδηροδρομικής και θαλάσσιας μεταφοράς, που περιορίζει σημαντικά τις δυνατότητες διαχείρισης σε εθνικό επίπεδο και συνδέεται στενά με τα υφιστάμενα πολυάριθμα τοπικά προβλήματα διαχείρισης.
Εγκαταστάσεις Επεξεργασίας
Ο προβλεπόμενος αριθμός 35 μονάδων επεξεργασίας είναι δεκαπλάσιος από τον βέλτιστο (βλέπε παρακάτω), με αποτέλεσμα το υπερβολικό κόστος επεξεργασίας λόγω έλλειψης οικονομίας κλίμακας. Παρατηρείται επίσης μια δαπανηρότατη τάση επεξεργασίας του συνόλου των ΑΣΑ από το 2010, παρότι η επεξεργασία θα μπορούσε να περιοριστεί αρχικά στο 45 % των ΑΣΑ και σταδιακά να αυξηθεί, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής και Ελληνικής νομοθεσίας.
Στις περισσότερες περιπτώσεις η αναφερόμενη αξιολόγηση των εναλλακτικών τεχνολογιών επεξεργασίας είναι γενική. Η ασάφεια των ΠΕΣΔΑ υφίσταται, ακόμα και σε Περιφέρειες όπως της Αττικής, όπου η δημιουργία σχετικών εγκαταστάσεων επεξεργασίας έχουν ήδη «ωριμάσει» με εκτέλεση Μελετών Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (Μ.Π.Ε.) και εγκρίσεις περιβαλλοντικών όρων. Για τη λήψη των βασικών αυτών αποφάσεων εξουσιοδοτούνται εκ προοιμίου οι Φορείς Διαχείρισης Στερεών Απορριμμάτων (ΦοΔΣΑ), οι περισσότεροι από τους οποίους προβλέπεται να δημιουργηθούν με μελλοντικές αποφάσεις της Περιφέρειας.
Από την ανάγνωση των ΠΕΣΔΑ δημιουργείται η αίσθηση ότι προωθείται ευρύτατη χρήση «νέων τεχνολογιών» με συνδυασμένη χρήση βιολογικής ξήρανσης και αεριοποίησης ή πυρόλυσης. Τούτο αναφέρεται στο ΠΕΣΔΑ Πελοποννήσου, συμπεραίνεται από το ΠΕΣΔΑ Κρήτης και προκύπτει από τις Μ.Π.Ε. των υπό ίδρυση ΟΕΔΑ Γραμματικού και Κερατέας.
Συμπεράσματα και Οικονομική Αξιολόγηση
Από την παράθεση των βασικών χαρακτηριστικών των ΠΕΣΔΑ που προηγήθηκε προκύπτει αντίφαση μεταξύ της εκτενέστατης ανάπτυξης ΧΥΤΑ, που θα έχει ολοκληρωθεί έως το τέλος του 2008, και της προβλεπόμενης επεξεργασίας του συνόλου σχεδόν των ΑΣΑ από τα μέσα του 2010. Λογικά, η επεξεργασία συνεπάγεται δραστική μείωση των αναγκών διάθεσης.
Δαπανηρή και μη αναγκαία είναι επίσης η σαφής τάση επεξεργασίας του συνόλου σχεδόν των ΑΣΑ από το 2010. Η υπέρβαση αυτή, σε σχέση με τις απαιτήσεις της Ευρωπαϊκής και της Ελληνικής νομοθεσίας συνεπάγεται βαρύτατη οικονομική επιβάρυνση, η οποία αγνοείται στα ΠΕΣΔΑ.
Τα παραπάνω προβλήματα βρίσκουν λογική ερμηνεία σε περίπτωση ευρείας χρήσης «νέων τεχνολογιών», δηλαδή βιολογικής ξήρανσης και αεριοποίησης, τις απαιτήσεις και τις ιδιαιτερότητες των οποίων είναι σε θέση να εξυπηρετήσουν. Λαμβάνοντας υπόψη τα προαναφερθέντα και υποθέτοντας καθολική χρήση των «νέων τεχνολογιών», που αποτελεί οριακό αλλά όχι απίθανο σενάριο, εκτιμάται ότι η εφαρμογή του υφιστάμενου εθνικού σχεδιασμού συνεπάγεται πρόσθετο κόστος (επιπλέον αυτού που απαιτείται με ορθολογικό σχεδιασμό) ύψους 1,1 δισεκατομμυρίων Ευρώ ετησίως (100 € το χρόνο ανά εξυπηρετούμενο άτομο).
Το κόστος αυτό είναι ενδεικτικό και βασίζεται σε οικονομικά στοιχεία από την Ε.Ε.. Σημειώνεται ότι στις παραπάνω εκτιμήσεις δεν συμπεριλαμβάνονται τυχόν σημαντικές υπερβάσεις προϋπολογισμών, όπως ενίοτε συμβαίνει στη χώρα μας, ούτε τα ενδεχόμενα σοβαρά προβλήματα από την προσπάθεια ανάπτυξης και χρήσης νέων αδόκιμων τεχνολογιών, όπως η αεριοποίηση και η πυρόλυση, που δεν έχουν εφαρμοστεί επιτυχώς σε καμία χώρα έως σήμερα.
Σε ταυτόσημα συμπεράσματα καταλήγει και μελέτη του Τεχνικού Επιμελητηρίου της Ελλάδας (Τ.Ε.Ε.) με τίτλο «Διαχείριση Στερεών Αποβλήτων στην Ελλάδα / Η Περίπτωση της Αττικής» που ολοκληρώθηκε τον περασμένο Νοέμβριο από 11μελή ομάδα ειδικών. Ενδιαφέρουσα επισήμανση της μελέτης αυτής είναι η δυνατότητα μεταφοράς, μέσω υφιστάμενων πρακτικών, μεγάλου μέρους του υπέρογκου κόστους εφαρμογής, από τις επιμέρους Φορείς Διαχείρισης Στερεών Απορριμμάτων (ΦοΔΣΑ) στο σύνολο των καταναλωτών της χώρας και στην εθνική οικονομία.
ΑΡΧΕΣ ΟΡΘΟΛΟΓΙΚΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΥ
Για τη λήψη ορθολογικών αποφάσεων θα πρέπει να συνδυαστούν οι αναγκαίες δράσεις έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η τήρηση, με βέλτιστο οικονομικά τρόπο, πολλαπλών απαιτήσεων που προκύπτουν από την υφιστάμενη νομοθεσία. Μια λογική διαδικασία για την επίτευξη των παραπάνω στόχων περιλαμβάνει τα ακόλουθα διαδοχικά στάδια:
Λήψη στρατηγικών αποφάσεων με επιλογή των πλέον πρόσφορων συνδυασμών μεθόδων διαχωρισμού στην πηγή, συλλογής και μεταφοράς, επεξεργασίας και διάθεσης, δίχως την ανάγκη κατάρτισης λεπτομερών σχεδίων δράσης.
Ορθολογική επιλογή θέσεων για δημιουργία κεντρικών ΟΕΔΑ. Η μέθοδος αυτή βασίζεται στον προσδιορισμό των οριακών αποστάσεων, που συμφέρει να μεταφερθούν τα απορρίμματα από μια περιοχή προκειμένου η επεξεργασία τους να γίνει σε μεγάλη κεντρική εγκατάσταση.
Από την εφαρμογή στην Ηπειρωτική Ελλάδα προκύπτει ότι ο βέλτιστος αριθμός κεντρικών μονάδων δεν υπερβαίνει τις 7 για αερόβια Μηχανική – Βιολογική επεξεργασία και τις 3 για μονάδες στοιχειομετρικής καύσης. Οι ανάγκες αυτές εύκολα καλύπτονται από ιδιαίτερα κατάλληλες θέσεις, όπως μεγάλα μεταλλεία (λιγνιτωρυχεία ΔΕΗ σε Πτολεμαΐδα και Μεγαλούπολη και μεταλλεία Βωξίτη σε Δίστομο), νέες κατάλληλες θέσεις (Ριτσώνα Βοιωτίας), και υφιστάμενες κατάλληλες θέσεις (Δ. Αττική με εργοστάσιο της Αερόβιας Μηχανικής - Βιολογικής Επεξεργασία, Λάρισα και Ξάνθη), που παρουσιάζονται στο χάρτη της Εικόνας 1.
Σε σύγκριση με τα παραπάνω, οι Περιφερειακοί σχεδιασμοί προωθούν την ίδρυση 71 ΧΥΤΑ και 32 εγκαταστάσεων επεξεργασίας στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Με την απλή αυτή διαδικασία θα μπορούσε να έχει λυθεί (και θα πρέπει να λυθεί) ένα χρόνιο πρόβλημα, που έχει δημιουργήσει εντονότατες κοινωνικές αντιδράσεις, πολλαπλές προσφυγές στο Σ.τ.Ε., καθυστερήσεις στην εφαρμογή, απώλειες επιδοτήσεων από την Ε.Ε., αστοχία στην προστασία του περιβάλλοντος και υπέρμετρες δαπάνες.
Διαμόρφωση βέλτιστου λεπτομερούς σχεδίου διαχείρισης, με βάση τα παραπάνω αποτελέσματα και τη χρήση προηγμένων πακέτων λογισμικού. Η μέθοδος αυτή έχει ήδη εφαρμοστεί στις Περιφέρειες Δ. Μακεδονίας και Αττικής.
ΠΡΟΤΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΛΥΣΗ ΤΟΥ ΥΦΙΣΤΑΜΕΝΟΥ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΟΣ
Ένας νέος σχεδιασμός σε εθνικό επίπεδο με τις διαδικασίες που προτείνονται παραπάνω θα αξιοποιούσε ασφαλώς, με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, την σημαντική υποδομή σε υφιστάμενους και προωθούμενους ΧΥΤΑ, αλλά και την υποδομή σε σταθμούς μεταφόρτωσης και μονάδες επεξεργασίας, εξασφαλίζοντας συνάμα μια ομαλή μετάβαση από το σημερινό σύστημα διαχείρισης στο βέλτιστο εθνικό.
Στα πλαίσια του νέου αυτού σχεδιασμού αναμένεται να προκύψει προτεραιότητα στην επεξεργασία του συνόλου των απορριμμάτων της Αττικής, η οποία δεν διαθέτει σήμερα αξιόλογη υποδομή σε ΧΥΤΑ. Τούτο θα εξασφάλιζε τήρηση των απαιτήσεων επεξεργασίας μέχρι το 2013 σε εθνικό επίπεδο. Με αυτό τον τρόπο παρέχεται χρόνος στις υπόλοιπες περιφέρειες να αξιοποιήσουν τη σημαντική υποδομή, που οι περισσότερες θα διαθέτουν σε ΧΥΤΑ, για οικονομική απ’ ευθείας διάθεση των απορριμμάτων τους.
Με τη διαδικασία αυτή οδεύουμε σταδιακά, από τη χρήση της πληθώρας των υφιστάμενων και αναμενόμενων ΧΥΤΑ, στην ίδρυση και λειτουργία ολιγάριθμων κεντρικών εγκαταστάσεων σε θέσεις, σαν αυτές στο χάρτη της Εικόνας 1, που δεν προκαλούν τοπικές οχλήσεις και κοινωνικά προβλήματα, αλλά αντιθέτως αποτελούν πολύτιμους πόλους οικονομικής ανάπτυξης. Τα απορρίμματα θα μεταφέρονται στις κεντρικές αυτές εγκαταστάσεις με ένα ολοκληρωμένο δίκτυο οδικής, σιδηροδρομικής και ακτοπλοϊκής μεταφοράς. Το δίκτυο αυτό είναι βέβαιο ότι μπορεί να εξυπηρετήσει το σύνολο της Ηπειρωτικής Ελλάδος, αλλά και την πλειονότητα των νησιών με οικονομικά πολύ πιο πρόσφορο τρόπο, προσφέροντας παράλληλα προφανή περιβαλλοντικά και κοινωνικά πλεονεκτήματα.
Η ορθολογικοποίηση του όλου συστήματος διαχείρισης των οικιακού τύπου απορριμμάτων προσφέρει εθνικής εμβέλειας οικονομικά, περιβαλλοντικά, κοινωνικά και αναπτυξιακά πλεονεκτήματα και συνάμα λύσεις που δεν υφίστανται σε χρονικούς περιορισμούς. Από τη σωστότερη και μόνο επιλογή του συστήματος επεξεργασίας προκύπτει οικονομία αρκετών εκατοντάδων εκατομμυρίων € ετησίως σύμφωνα με τα προαναφερθέντα.
Με την προτεινόμενη προσέγγιση αξιοποιείται το σύνολο της υφιστάμενης υποδομής και τίθενται ρεαλιστικότεροι και ελεγχόμενοι στόχοι, που μπορούν να εφαρμοστούν ταχύτερα και ασφαλέστερα από τα προβλεπόμενα στους ΠΕΣΔΑ. Πράγματι, έναντι των πολυπληθών ΦοΔΣΑ που θα δημιουργηθούν, θα μελετήσουν, θα αποφασίσουν και θα προωθήσουν την κατασκευή δεκάδων εγκαταστάσεων επεξεργασίας, συχνά μέσα από έντονες αντιδράσεις και προσφυγές των τοπικών κοινωνιών, πολύ ρεαλιστικότερη και ταχύτερη είναι η προώθηση μιας κεντρικής εκτός Αττικής ΟΕΔΑ, η οποία, μαζί με τη μονάδα EMAK I των Α. Λιοσίων, θα εξυπηρετήσει τόσο την Αττική όσο και ευρύτερες περί αυτήν περιοχές. Με τη μονάδα αυτή θα μπορούσαν να καλυφθούν όλες οι ανάγκες επεξεργασίες των ΑΣΑ της χώρας έως τουλάχιστον το 2013. Πολύ νωρίτερα θα μπορούσε να έχει ολοκληρωθεί και το νέο βέλτιστο εθνικό σχέδιο διαχείρισης, το οποίο θα ορίσει την περαιτέρω πορεία.
Από τα προαναφερθέντα προκύπτει ότι το μέγεθος του σημερινού προβλήματος διαχείρισης των ΑΣΑ είναι σοβαρό και οι οικονομικές του επιπτώσεις σημαντικές για την εθνική οικονομία. Υπάρχουν όμως συγκεκριμένες, ορθολογικές και γρήγορα εφαρμόσιμες λύσεις.
Εν όψει της κατάστασης αυτής λογικό θα ήταν να επανεξεταστεί η σκοπιμότητα συνέχισης της υφιστάμενης πορείας εφαρμογής των ΠΕΣΔΑ, οι οποίοι, αντί να παρουσιάσουν και να τεκμηριώσουν ένα ολοκληρωμένο σχεδιασμό, ως εξ ορισμού είχαν υποχρέωση να κάνουν, δημιούργησαν, κατά κύριο λόγο, δομές εφαρμογής μέσω ΦοΔΣΑ (η πλειονότητα των οποίων θα οριστεί από τις περιφέρειες) παρέχοντας σε αυτούς a priori εξουσιοδότηση για λήψη όλων των κρίσιμων αποφάσεων.-