Αρθρο του Δημήτρη Καρύδη
ΓΙΑΤΙ ΓΙΝΕΤΑΙ Η ΔΗΜΟΣΙΑ ΔΙΑΒΟΥΛΕΥΣΗ;
Τώρα θα ανακαλύψουμε την πυρίτιδα. Υποτίθεται ότι η δημόσια διαβούλευση γίνεται για να ξεφύγουμε από το στερότυπο του κόμματος- παντοκράτορα προηγούμενων δεκαετιών.
Για να απαγκιστρωθεί η πολιτική ζωή και η ελληνική πολιτεία από τη σχέση ασανσέρ που αναπτύχθηκε μεταξύ κράτους- συνδικάτων, τότε που τα συνδικάτα αναδείκνυαν υπουργούς.
Υποτίθεται ότι όλοι οι κοινωνικοί εταίροι και ως τέτοιοι λογίζονται και οι πολίτες, έχουν λόγο και άποψη. Υποτίθεται.
Είναι βέβαιο ότι..................
οι συνδικαλιστικές ηγεσίες έχουν χρεοκωπήσει προ καιρού. Και για το λόγο αυτό κάθε διαδικασία που υπερβαίνει το σχήμα κράτος- συνδικάτα, λειτουργεί λυτρωτικά για τη δημοκρατία, αφού σπάει το κέλυφος μίας ιδιότυπης συμμαχίας του διευθύνοντος με τον διευθύνοντα στο πλαίσιο μίας «θεσμοθετημένης» και «δημοκρατικής» νομής της εξουσίας. Και για την ακρίβεια όλης της εξουσίας: πολιτικής- συνδικαλιστικής, οικονομικής, κοινωνικής. Το κράτος θέλει να «ελέγχει»συνδικάτα και «φορείς», οι φορείς πάλι θέλουν να έχουν τις «άκρες» τους.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η χώρα οδηγήθηκε σε τέλμα. Το ρουσφέτι θριάμβευσε. Η εμπιστοσύνη στα συνδικάτα τελείωσε, το κράτος βλέπει να απονομιμοποιούνται οι αποφάσεις του εξαιτίας της κρίσης των συνδικάτων, ενώ κάθε τόσο ζει με την αγωνία να μπορέσει να πληρώσει μισθούς και συντάξεις.
Το χρέος και τα ελλείμματα δεν είναι μόνο οικονομικά. Η χώρα αντιμετωπίζει και το φάσμα του πολιτικού και ηθικού ελλείμματος.
Σήμερα χρειαζόμαστε μία νέα πηγή ενέργειας της πολιτικής ζωής. Χρειαζόμαστε ένα συνθετικό πολιτικό λόγο, μία νέα πολιτική λειοτυργία. Η διαβούλευση και μάλιστα η δημόσια διαβούλευση σπάει τα στεγανά των γραφείων, διαχέει την πολιτική λειτουργία, συνυπολογίζει τους πολίτες και ακούει τη γνώμη τους. Ειδικά αυτό το τελευταίο είναι και ο βασικός σκοπός της: Χρειάζεται το ίδιο το κράτος μας να ακούσει τους πολίτες του.
Αν το ζήτημα είναι να ακουστούν οι συνδικαλιστικές ηγεσίες, αν το ζήτημα είναι να λειτυοργήσει το συνδικαλιστικό κίνημα ως ιμάντας υποστήριξης κρατικών πολιτικών ή ως αμορτισέρ απορρόφησης των κραδασμών κατά την εφαρμογή μίας πολιτικής, τότε η δημόσια διαβούλευση δεν έχει κανένα απολύτως πολιτικό πραγματικό περιεχόμενο.
Αν το ζήτημα είναι η πολιτική νομιμοποίηση προειλημμένων αποφάσεων, συμπεφωνημένων με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες, που πρέπει με κάθε θυσία και κάθε τρόπο να εφαρμοστούν, τότε η δημόσια και ανοιχτή διαβούλευση αποτελεί απλώς ένα νέο πρόσχημα για την επιβολή πολιτικών και πολιτικών απόψεων. Και μάλιστα αυτή τη φροά με όρους επαχθέστερους (πολιτικά) αφού οι πολιτικές που θα επιβληθούν θα έχουν γίνει κατόπιν συζήτησης (διαβούλευσης) όχι μόνο με τα συνδικάτα, αλλά με όλους τους ενδιαφερόμενους πολίτες.
Η δημόσια και ανοιχτή διαβούλευση έχει νόημα όταν η πολιτική ηγεσία αποδέχεται προτάσεις και θέσεις συνδικάτων και πολιτών. Όταν η πολιτική ηγεσία μπορεί να διακρίνει θέσεις και προτάσεις προωθημένες που υπηρετούν πραγματικούς πολιτικούς στόχους και πραγματικές ανάγκες του λαού. Όταν όσοι παίρνουν μέρος στη διαβούλευση είναι υπολογίσιμοι συνομιλητές.
Η πολιτική ηγεσία είναι ισχυρή όταν μπορεί να μεταβάλλει την άποψή της. Και όχι απλώς επειδή μπορεί να την επιβάλλει ή μπορεί να τη θέσει σε «διαβούλευση». Τα συνδικάτα είναι ισχυρά όταν μπορούν να αποδεχτούν την κοινωνική αμφισβήτηση και όχι όταν μπορούν να λειτουργούν πυροσβεστικά προς τις κοινωνικές αντιδράσεις, ή ως «τερματοφύλακας» απέναντι στις απόψεις των πολιτών.
Η ευθύνη για τη λειτουργία της χώρας και ο τρόπος λειτουργίας της χώρας δεν μπορεί σε μία δημοκρατική χώρα να είναι υπόθεση ούτε του κόμματος που κέρδισε τις εκλογές, ούτε – πολύ περισσότερο- του κράτους.
Οι πολίτες που συμμετέχουν ενεργά στις αποφάσεις που αφορούν τους ίδιους και τη χώρα αυτοί μπορούν να στηρίξουν και τη χώρα όταν βρεθεί σε δύσκολες ώρες. Οι πολίτες που αισθάνονται ότι βρίσκονται μακριά από όσα αποφασίζονται και συμβαίνουν στη χώρα, στα δύσκολα δε θα στηρίξουν.
Η δημόσια διαβούλευση είναι μία πραγματική πολιτική πρόταση που σχετίζεται με το σύνολο της κρατικής λειτουργίας και της λειτουργίας του πολιτικού συστήματος. Αν χρησιμοποιηθεί ως πηγή ενέργειας της πολιτικής ζωής τότε θα αναδειχθούν τα πραγματικά πολιτικά ζητήματα που απασχολούν το λαό της χώρας και όχι όσους έχουν αναλάβει να διευθύνουν τη χώρα για μερικά χρόνια.
Το ζήτημα είναι αν θέλουμε να δούμε αλλαγές στην Ελλάδα. Αν το ζήτημα είναι να επινοηθούν μηχανσιμοί επικύρωσης προαποφασισμένων τότε η χώρα απλώς θα έχει επιστρέψει από εκεί που ξεκίνησε αφού μία ακόμα ευκαιρία θα έχει χαθεί και η εκ νέου ανακάλυψη της πυρίτιδας θα έχει αναβληθεί για να ανατεθεί ως ένα επιπλέον χρέος στις επόμενες γενιές.