Παρασκευή 16 Οκτωβρίου 2009

Πρόταση της ΓΣΕΒΕΕ για δανειοδότηση πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων

Η ΓΣΕΒΕΕ σε επιστολή της προς τον Υπουργό Οικονομικών, κ. Γ. Παπακωνσταντίνου, την Υπουργό Οικονομίας, Ανταγωνιστικότητας & Ναυτιλίας, κα. Λ. Κατσέλη και τον Αντιπρόεδρο της Κυβέρνησης,
κ. Θ. Πάγκαλο, αναφέρει τις δυσμενείς επιπτώσεις που έχει επιφέρει η ύφεση στη λειτουργία και τις προοπτικές βιωσιμότητας των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων, που αποτελούν και τον βασικό πυλώνα της επιχειρηματικότητας στη χώρα μας (99,6% του συνόλου), τους τελευταίους μήνες .

Η κατάσταση αυτή αποτυπώνεται και στα επίσημα στατιστικά στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ βρίσκεται πλέον σε αρνητικά επίπεδα (- 0,3%), ενώ παράλληλα όλοι οι επιμέρους δείκτες εμφανίζουν επιδείνωση. Ενδεικτικά, αξίζει να αναφερθεί ότι σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2008, ο Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής έχει μειωθεί κατά 8,8%, ο Δείκτης Κύκλου Εργασιών στη Βιομηχανία κατά 27,8%, ενώ αναμένεται περαιτέρω επιδείνωση της κατάστασης καθώς ο Δείκτης Νέων Παραγγελιών στη Βιομηχανία μειώθηκε κατά 33,7%. Εξίσου σημαντικά προβλήματα αντιμετωπίζει ο κλάδος του εμπορίου με τον Δείκτη Κύκλου Εργασιών στο Λιανικό Εμπόριο και στο Χονδρικό Εμπόριο να παρουσιάζουν μείωση κατά 9,1% και 15,3% αντίστοιχα. Φυσικό επακόλουθο της κατάστασης αυτής είναι και η συνεχής αύξηση του ποσοστού ανεργίας (9,6% για τον Ιούλιο του 2009).

Η κάμψη της οικονομικής δραστηριότητας, όπως αποτυπώνεται παραπάνω, ανατροφοδοτεί τη μείωση του διαθέσιμου προς κατανάλωση εισοδήματος των νοικοκυριών με αποτέλεσμα την πτώση της ζήτησης και επομένως, τη μείωση του κύκλου εργασιών των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων. Ο μειωμένος κύκλος εργασιών, με τη σειρά του, δημιουργεί και εντείνει τα προβλήματα ρευστότητας των επιχειρήσεων. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τα αποτελέσματα της πανελλαδικής έρευνας που διεξήγαγε το Ινστιτούτο Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ (ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ) σε συνεργασία με την εταιρία MARC σε 831 πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις. Το 72% από αυτές δήλωσε μείωση της ζήτησης για τα προϊόντα και τις υπηρεσίες που προσφέρουν. Επιπλέον, οι 3 στις 4 επιχειρήσεις αναφέρουν μείωση της ρευστότητας τους κατά το τελευταίο εξάμηνο και το 50% προβλέπει μείωση των παραγγελιών τους για το επόμενο χρονικό διάστημα.

Η μείωση της ρευστότητας των επιχειρήσεων αντανακλάται από την έκρηξη του όγκου και του ποσού των ακάλυπτων επιταγών και των απλήρωτων συναλλαγματικών. Το ύψος τους ανέρχεται σε 2,6 δισ. ευρώ, ενώ αναμένεται μέχρι το τέλος του έτους να φτάσει πάνω από 3 δισ. ευρώ, να ξεπεράσει δηλαδή το 1% του ΑΕΠ. Ενώ σε όλη την Ευρώπη παρατηρείται αύξηση στην αθέτηση πληρωμών, το πρόβλημα στην Ελλάδα είναι οξύτερο λόγω του φαινομένου της χρήσης «μεταχρονολογημένων επιταγών» στις συναλλαγές μεταξύ των επιχειρήσεων.

Η μείωση της ρευστότητας δημιουργεί επιπρόσθετα προβλήματα σχετικά με τη δυνατότητα των επιχειρήσεων να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Επομένως, εμφανίζεται ολοένα και πιο έντονο, λόγω της ύφεσης και της πιστωτικής ασφυξίας, το φαινόμενο της καθυστέρησης πληρωμής των οφειλών των επιχειρήσεων προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Σύμφωνα με μελέτη του Ινστιτούτου Μικρών Επιχειρήσεων της ΓΣΕΒΕΕ για θέματα χρηματοδότησης, η μία στις τρεις επιχειρήσεις δήλωσε ότι σε περίπτωση που δεν είναι σε θέση να καλύψει τις χρηματοοικονομικές τις ανάγκες, δεν θα εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της προς το Δημόσιο.

Σε αντίθεση με την καθυστέρηση ή την αθέτηση πληρωμών στις συναλλαγές μεταξύ επιχειρήσεων, όταν εμπλέκεται το Δημόσιο το πρόβλημα γίνεται διττό. Αφενός μεν, οι επιχειρήσεις λειτουργούν υπό ένα καθεστώς αβεβαιότητας και αντιμετωπίζουν προβλήματα που δυσχεραίνουν την δραστηριότητά τους (όπως για παράδειγμα ζητήματα φορολογικής και ασφαλιστικής ενημερότητας, πρόστιμα κ.α.), αφετέρου δε το Κράτος και τα Ασφαλιστικά Ταμεία στερούνται τα απαραίτητα έσοδα για να εφαρμόσουν την πολιτική τους και να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις τους. Σε αυτό συνηγορούν και τα διαθέσιμα στοιχεία, σύμφωνα με τα οποία ενώ το 2007 το 17% των ασφαλισμένων στον ΟΑΕΕ αδυνατούσε να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις του προς αυτό τον ασφαλιστικό φορέα, για το 2009 το ποσοστό αυτό αυξήθηκε στο 25%.
Με βάση τα παραπάνω η ΓΣΕΒΕΕ κατέθεσε μέσω της επιστολής της, την ακόλουθη πρόταση:

Η Π Ρ Ο Τ Α Σ Η

Η ΓΣΕΒΕΕ προτείνει ως άμεσο μέτρο για την αντιμετώπιση του παραπάνω προβλήματος την δανειοδότηση των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων με επιδότηση επιτοκίου από την ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ. Συγκεκριμένα, η πρόταση αφορά την δημιουργία ενός προγράμματος από την ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ, το οποίο θα προσφέρει επιδότηση επιτοκίου για ειδικά δάνεια που συνάπτουν οι πολύ μικρές και μικρές επιχειρήσεις αποκλειστικά για την εξυπηρέτηση των υποχρεώσεών τους προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία. Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των δανείων αυτών είναι ότι το ποσό δεν εκταμιεύεται στον δανειζόμενο, αλλά μεταφέρεται απευθείας από την Τράπεζα στον φορέα του Δημοσίου και το Ασφαλιστικό Ταμείο προς το οποίο έχει ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις ο δανειζόμενος. Το μέγιστο ποσό του δανείου προτείνεται να καθοριστεί στο ύψος των οφειλών του δανειζόμενου προς το Δημόσιο και τα Ασφαλιστικά Ταμεία, με ανώτατο όριο το ποσό των 100.000 ευρώ και με χρονική διάρκεια 5 έτη. Απαραίτητη προϋπόθεση θα πρέπει να είναι ότι η επιχείρηση λειτουργεί κανονικά και δεν βρίσκεται σε διαδικασία πτώχευσης.

Η εφαρμογή του μέτρου αυτού θα έχει θετικές συνέπειες τόσο στις επιχειρήσεις όσο και στο Κράτος. Αφενός θα συμβάλει στην εξασφάλιση της βιώσιμης λειτουργίας των πολύ μικρών και μικρών επιχειρήσεων καθώς αποτελεί μια «ένεση ρευστότητας» προς αυτές. Η μεταφορά της εξόφλησης των οφειλών της επιχείρησης προς το Δημόσιο στο μέλλον, μέσω του τραπεζικού δανεισμού, παρέχει τη δυνατότητα στην επιχείρηση να ανταποκριθεί στις πολλές άλλες υποχρεώσεις της, ειδικά στην τρέχουσα δυσχερή οικονομική συγκυρία, και να διαχειριστεί με ορθολογικότερο τρόπο τις ταμειακές της ροές. Η επιδότηση επιτοκίου αποτελεί απαραίτητο συστατικό του μέτρου, διότι σε άλλη περίπτωση, η καταβολή του τόκου θα ισοδυναμούσε με την επιβολή προστίμου. Προκειμένου να καταστεί το μέτρο πιο ελκυστικό προς τις επιχειρήσεις, η ΓΣΕΒΕΕ θεωρεί ότι θα πρέπει να προβλεφθεί απαλλαγή των επιχειρήσεων που θα κάνουν χρήση του προγράμματος από τα πρόστιμα που επιβάλλονται από το Δημόσιο για την καθυστέρηση εξόφλησης οφειλών.

Είναι προφανές ότι με δεδομένο το πρόβλημα της υστέρησης των εσόδων του Κρατικού Προϋπολογισμού και των Ασφαλιστικών Ταμείων, το μέτρο αυτό θα έχει ευεργετικά αποτελέσματα καθώς η καταβολή των οφειλών των επιχειρήσεων θα είναι άμεση και θα καλύπτει ολόκληρο το ποσό των υποχρεώσεων. Η ΤΕΜΠΜΕ ΑΕ έχει ήδη προσφέρει στο παρελθόν παρόμοια προϊόντα προς τις επιχειρήσεις (Δράση 2.10.2 και Α’ Φάση τα Δράσης Στήριξης της Ρευστότητας Πολύ Μικρών και Μικρών Επιχειρήσεων), επομένως έχει την τεχνογνωσία για την υλοποίηση ενός αντίστοιχου προγράμματος για την επιδότηση επιτοκίου. Επιπρόσθετα, η χρηματοδότηση του μέτρου μπορεί να καλυφθεί από κοινοτικούς πόρους, καθώς είναι συμβατό με τον Κανονισμό «de minimis» αλλά και με το νέο καθεστώς για τις Κρατικές Ενισχύσεις που έχει υιοθετηθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, λόγω της οικονομικής κρίσης.