Παρασκευή 2 Ιανουαρίου 2009

ΕΝΑΚ κατά πάντων για το Λαζαρέτο- Ζητά χώρο για πλακέτα κάθε φορέα που το ζητήσει....

Οι, τουλάχιστον 112, εκτελεσμένοι στο Λαζαρέτο, πολιτικοί κρατούμενοι των φυλακών της Κέρκυρας στην περίοδο του Εμφυλίου Πολέμου ήταν αναμφίβολα αριστεροί, ΕΑΜίτες αντιστασιακοί. Υπήρξαν κρατούμενοι ακριβώς λόγω των φρονημάτων τους, ακριβώς επειδή αγωνίστηκαν ακλόνητα για την εθνική ανεξαρτησία και τη λαοκρατία. Κλείστηκαν στη φυλακή, όπως δεκάδες άλλοι πρωτοπόροι αντιστασιακοί, που καταδιώχτηκαν σκληρά από το μοναρχοφασιστικό κράτος που εδραιώθηκε στην Ελλάδα την περίοδο 1945-47. Το κράτος οδήγησε τη χώρα στην Εμφύλιο Πόλεμο με την πλήρη στήριξη των Εγγλέζων και των Αμερικανών. Για την κράτηση αυτών των αγωνιστών στις φυλακές και την εκτέλεσή τους επιστρατεύτηκε η τρομοκρατική-αντικομουνιστική νομοθεσία του μοναρχοφασιστικού κράτους της εποχής. Από τα Δικαστήρια Συνέδρων το κράτος πέρασε στα Έκτακτα Στρατοδικεία.

Οι εκτελεσμένοι στο Λαζαρέτο ήταν –επίσης αναμφίβολα- κομμουνιστές, στελέχη, μέλη ή οπαδοί του κομμουνιστικού κινήματος. Άλλωστε ο λόγος για την εκτέλεσή τους ήταν η άρνησή τους να αποκηρύξουν την κομμουνιστική ιδεολογία και δράση. Είμαστε υποχρεωμένοι, απέναντι στην ιστορική ακρίβεια και αλήθεια, να επισημάνουμε ότι οι φυλακισμένοι της Κέρκυρας και της Ελλάδας ολόκληρης, οι εκτελεσμένοι του Λαζαρέτο, ήταν οπαδοί και μέλη ενός κόμματος που εδώ και δεκαετίες δεν υπάρχει πια. Του ενιαίου, του ενωμένου, λαϊκού και μαχητικού Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας. Αυτό το κόμμα τροφοδοτούσε ηθικά, πολιτικά και ιδεολογικά, την ηρωική και μαρτυρική στάση των αγωνιστών. Αυτό το κόμμα, διάφορες φατρίες και οι ξένες παρεμβάσεις το διέλυσαν, το διέσπασαν επανειλημμένα, καθαίρεσαν τη νόμιμή ηγεσία του, διέσυραν την ιδεολογία και το πολιτικό του πνεύμα, κατασπαταλώντας τη συσσωρευμένη εμπιστοσύνη του Ελληνικού λαού σε αυτό, μια εμπιστοσύνη που χτίστηκε μέσα από ηρωικούς αγώνες δεκαετιών.

Οι πολιτικοί κληρονόμοι και απόγονοι των διασπαστικών-αντιενωτικών ομάδων και φατριών, συνεχίζουν σήμερα, δεκαετίες μετά, τις πολιτικές τους κόντρες και αντιπαραθέσεις, τους εκλογικούς ανταγωνισμούς και τις «αναμετρήσεις ισχύος και πυγμής» με πεδίο αντιπαράθεσης (αν είναι δυνατόν!) ακόμα και το τελετουργικό τιμής στους εκτελεσμένους κομμουνιστές. Επίσης, εξήντα χρόνια μετά, συνεχίζουν να καυγαδίζουν ανερυθρίαστα επιστρατεύοντας κωμικοτραγικά ερωτήματα και διλλήματα όπως εάν οι εκτελεσμένοι ήταν «περισσότερο αντιστασιακοί ή περισσότερο κομμουνιστές»!! Τους το λέμε λοιπόν εμείς: Ήταν και αντιστασιακοί και κομμουνιστές. Ήθελαν την ειρήνη και την ομαλότητα γιατί αυτή ήταν η πολιτική θέση του κινήματός τους, αυτό ήταν το συμφέρον του λαού. Παράλληλα, συγκρούονταν σκληρά –και ένοπλα ακόμα- με τις αντιδραστικές δυνάμεις που ήθελαν την εθνική και λαϊκή υποτέλεια, γιατί αυτό ήταν –επίσης- το συμφέρον του λαού και της χώρας μας. Αυτές οι αντιδραστικές δυνάμεις τους δολοφόνησαν για να τους σβήσουν, για να τους εξαφανίσουν.

Καλούμε τις τοπικές ηγετικές ομάδες του ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΟΥ και του ΚΚΕ να σταματήσουν άμεσα αυτή την αποκαρδιωτική και περιφρονητική για την ιστορία του Αριστερού κινήματος κόντρα της ντροπής. Προκαλεί θλίψη σε όλες τις γενιές και κυρίως στη νέα γενιά. Εκτός και αν συνειδητά επιδιώκουν να ξαναπεράσουν στις νεότερες γενιές το μικρόβιο της πόλωσης και της διάσπασης, εκτός και αν προσπαθούν συνειδητά να εγκλωβίσουν και τη σύγχρονη αριστερή νεολαία στο διασπαστικό-διαλυτικό παλιό δίλημμα: Με τον Παρτσαλίδη ή με τον Κολιγιάννη. Όμως αυτός το παιγνίδι δεν κερδίζεται πλέον. Τους προειδοποιούμε ότι θα το χάσουν.

Η ομάδα του τοπικού ΣΥΝ έχει τεράστιες ευθύνες. Από μόνη της, η προσφυγή στον Περιφερειάρχη της Δεξιάς για να δικάσει το θέμα του Λαζαρέτο, αποτελεί αχαρακτήριστη πολιτική ενέργεια. Η ιστορία του κινήματος και κυρίως οι νεκροί του δεν αποτελούν νομοτυπικό ζήτημα που θα δικάσει και θα διευθετήσει το μεγαλοστέλεχος της Δεξιάς κ. Βόσδου. Είναι, πραγματικά, ντροπή. Καμία τέτοια διευθέτηση του κ. Βόσδου δεν μπορεί και δεν πρόκειται να αναγνωρίσει η Αριστερά, όταν μάλιστα πρόκειται για τους νεκρούς της.

Η ηγετική ομάδα του τοπικού ΚΚΕ έχει τις δικές της ευθύνες. Αποπροσανατόλισε το ζήτημα βάζοντας ως «μέσον» την πλειοψηφία του Δημάρχου Κερκυραίων κ. Μικάλεφ προκειμένου να αποκτήσει το νομοτυπικό δικαίωμα της ανέγερσης ενός μικρού κομματικού μνημείου στο Λαζαρέτο. Άνοιξε πρώτη το χορό. Επιπλέον, συνεχίζει την πολιτική κομματικής καπηλείας των νεκρών, πρακτική όχι αποδεκτή αντιρεαλιστική και αβάσιμη.

Όμως η αλήθεια σχετικά με το θέμα και τις κατηγορίες που ανταλλάσουν οι δύο «μονομάχοι» (ΣΥΝ-ΚΚΕ) είναι εντελώς διαφορετική από αυτή που παρουσιάζουν. Πρώτον, δεν διαφώνησαν, αντίθετα συμφώνησαν μαζί, στην απόφαση της υπουργού κ. Μπενάκη (14/5/1992) που χαρακτήριζε το Λαζαρέτο, μεταξύ άλλων, ως «μνημείο εθνικής συμφιλίωσης». Ήταν τότε η περίοδος Μητσοτάκη. Δεύτερον, συνυπέγραψαν στις 15/4/2002 (δέκα χρόνια μετά) Ευρωβουλευτές όλων των κομμάτων, δηλαδή και των ΣΥΝ-ΚΚΕ, έγγραφο προς την τότε Περιφερειάρχη Ιονίων Νησιών κ. Κανελλοπούλου που αφορούσε την εκτέλεση έργων στο Λαζαρέτο, έγγραφο στο οποίο επικαλούνται το πλαίσιο της υπουργικής απόφασης της κ. Μπενάκη. Καμία πολιτική αμφισβήτηση από κανέναν, το αντίθετο μάλιστα, για το πολιτικό και νομοτυπικό καθεστώς που διέπει το Λαζαρέτο.

Η θέση-πρόταση της ΕΝΑΚ, με βάση όλα τα στοιχεία του ζητήματος διατυπώνεται ως εξής: Το Λαζαρέτο είναι τόπος θυσίας ελλήνων αντιστασιακών-κομμουνιστών, άρα είναι ιστορικός τόπος. Αποτελεί δικαίωμα του ελληνικού λαού, της νεολαίας, κάθε φορέα και κάθε οργάνωσης ή κόμματος, η απότιση φόρου τιμής στους νεκρούς σε απολύτως ισότιμη βάση για όλους. Οι νεκροί του αγώνα ανήκουν στους ιδέες τους, στις αρχές τους, στην ιστορία, κυρίως στις νεότερες γενιές. Οι νεκροί των αγώνων δεν κληρονομούνται, δεν αποτελούν ιδιοκτησία των ζωντανών. Αποτελούν πηγή έμπνευσης.
Οι αρμόδιες αρχές έχουν υποχρέωση να παραχωρήσουν ένα χώρο στο ματωμένο νησάκι του Λαζαρέτο όπου (μετά από έκδοση τυπικής άδειας) κάθε φορέας που επιθυμεί θα εναποθέτει τιμητική πλακέτα ομοιόμορφη και συγκεκριμένων-προκαθορισμένων διαστάσεων. Οι εκδηλώσεις μνήμης στο Λαζαρέτο δε μπορεί παρά να είναι ελεύθερες, με βάση τις αρχές του σεβασμού στον ιστορικό τόπο και του σεβασμού στους νεκρούς.