(Άρθρο του κ. Ι.Γ. ΚούρκουλουΔικηγόρου – πρώην Δημάρχου Κερκυραίων)
Η κάθε Κυβέρνηση εκλέγεται από τον Ελληνικό Λαό για συγκεκριμένη θητεία. Και είναι υποχρεωμένη να αιτιολογεί τις πράξεις και τις παραλείψεις της κατά τη διάρκεια της θητείας της αυτής. Και να απολογείται επίσης, ενώπιον του Ελληνικού Λαού μετά τη λήξη της θητείας της. Στην πρώτη περίπτωση, όταν δηλαδή κρίνεται η εν ενεργεία Κυβέρνηση, πρέπει να κρίνεται μόνον αυτή σε σχέση με την κατά τη περίοδο της παρουσίας της στην Εξουσία ενέργειες ή παραλείψεις της. Όχι σε συνδυασμό με τον τρόπον με τον οποίον έχει αντιμετωπίσει τα αντίστοιχα προβλήματα η προηγούμενη Κυβέρνηση, που ήδη βρίσκεται στην Αντιπολίτευση.
Το αντίθετο που γίνεται τον τελευταίο καιρό, δηλαδή όταν λέγεται κάτι σε βάρος της παρούσας Κυβερνήσεως να ανασύρεται και κάτι αντίστοιχο από τη θητεία των Κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, είναι συμψηφιστική αντιμετώπιση των πραγμάτων και δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να αποτελεί κριτική. Είναι ωσάν στο Δικαστήριο να έρχεται ο κατηγορούμενος για ένα αδίκημα και, απολογούμενος, να λέγει ότι το ίδιο αδίκημα έχει διαπράξει και ο μηνυτής του σε βάρος άλλου προσώπου. Δηλαδή να λέγει: «ναι έκλεψα εγώ, αλλά και εσύ κύριε μηνυτή έχεις κλέψει κάποιο άλλο πρόσωπο».
Ποτέ δεν συμβαίνει στα Δικαστήρια, κάτι τέτοιο, ούτε και θα ήταν επιτρεπτόν, αφού ο κάθε άνθρωπος ευθύνεται για τις δικές του παράνομες πράξεις ή παραλείψεις. Το ίδιο και κάθε Κυβέρνηση για τις δικές της αποκλειστικώς και όχι μόνον πράξεις ή παραλείψεις ευθύνεται και για αυτές πρέπει να κρίνεται.
Παρακολουθώντας τα Μαζικά Μέσα Ενημέρωσης, ιδίως τις τελευταίες ημέρες, διαπιστώνω, σε όλες σχεδόν τις περιπτώσεις κατά την άσκηση κριτικής κατά Κυβερνητικών πράξεων και παραλείψεων να γίνεται απαραιτήτως αναφορά και στην αντιμετώπιση όμοιων περιπτώσεων από τις Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ.
Η τακτική αυτή της αυτόκλητης ελάφρυνσης της δυσχερούς θέσεως στην οποίαν ευρίσκεται η Κυβέρνηση με την πολιτικώς απαράδεκτη διαδικασία του συμψηφισμού ομοίων ή δήθεν ομοίων περιπτώσεων, έφθασε στο αποκορύφωμά της στην υπόθεση της αποτρόπαιης εν ψυχρώ κρατικής δολοφονίας τη νύχτα του Σαββάτου 6 Δεκεμβρίου 2008 από σφαίρα αστυνομικού του 15χρονου μαθητή Αλέξη Γρηγορόπουλου.Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Υπουργός Βόρειας Ελλάδας και Θράκης κ. Μαργαρίτης Τζίμας σε τηλεοπτική συνέντευξη του, 2-3 ημέρες μετά τη δολοφονία του νεαρού Αλέξη (στο ΜΕΓΚΑ), θυμήθηκε ότι ο δράστης αστυνομικός, προσελήφθη ως Ειδικός Φρουρός το 1999 επί ΠΑΣΟΚ και συνεπώς οι ευθύνες είπεν ότι ανήκουν στο ΠΑΣΟΚ ή τουλάχιστον και στο ΠΑΣΟΚ. Κι ας κυβερνάει η ΝΔ πέντε τώρα χρόνια. Από το 1999 όμως μέχρι σήμερα έχει μεσολαβήσει ο νόμος 3169 του έτους 2003, ο οποίος έχει δημοσιευθεί στο Φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως Τεύχ. Α με αριθμό 189 την 24.7.2003 και με τίτλο: «Οπλοφορία, χρήση πυροβόλων όπλων από αστυνομικούς, εκπαίδευσής τους σε αυτά και άλλες διατάξεις».
Αυτός ο νόμος εκφράζει την πολιτική βούληση της τελευταίας Κυβερνήσεως του κ. Κώστα Σημίτη, επί του συζητούμενου θέματος. Και με βάσει τις διατάξεις αυτού του νόμου, τις οποίες, όπως ήταν φυσικό δεν πρόλαβε μέσα 8 μήνες (στις 2 Φεβρουαρίου 2004 έγιναν Βουλευτικές Εκλογές τις οποίες εκέρδισε η Ν.Δ.) να εφαρμόσει η Κυβέρνηση Σημίτη, πρέπει να κριθεί όχι το ΠΑΣΟΚ, αλλά η Κυβέρνηση της ΝΔ που δεν τις εφήρμωσε, παρά το ότι τις βρήκε έτοιμες και δεν απέμενε παρά μονάχα η εφαρμογή τους.
Και προσθέτω ότι περίμενα πώς θα έβγαινε κάποιο από τα ηγετικά στελέχη του ΠΑΣΟΚ να αναφερθεί με κάθε δυνατή λεπτομέρεια στον ανωτέρω νόμο, εγκαλώντας την Κυβέρνηση της Ν.Δ. για την παραμέλησή του. Πολύ περισσότερο που πρόκειται περί ενός πολύ καλού νόμου. Αναγκάζομαι έτσι εγώ ο ελάχιστος να υποστηρίξω δημόσια πράγματα, τα οποία άλλοι θα έπρεπε να υποστηρίξουν και παράλειψαν να το πράξουν. Και αρχίζω αμέσως: Σε ότι κατ’ αρχάς αφορά στις προϋποθέσεις οπλοκατοχής και οπλοφορίας ο ανωτέρω νόμος ορίζει: «Ο αστυνομικός επιτρέπεται και …να προτάσσει το πυροβόλο όπλο του, εφόσον συντρέχει κίνδυνος ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου.
2. Ο αστυνομικός επιτρέπεται να κάνει χρήση πυροβόλου όπλου, εφόσον τούτο απαιτείται για την εκπλήρωση του καθήκοντός του και συντρέχουν οι παρακάτω προϋποθέσεις:α. Έχουν εξαντληθεί όλα τα ηπιότερα του πυροβολισμού μέσα. …Ηπιότερα μέσα είναι ιδίως παραινέσεις, προτροπές, χρήση εμποδίων, σωματικής βίας, αστυνομικής ράβδου, επιτρεπτών χημικών ουσιών ή άλλων ειδικών μέσων, προειδοποίηση για χρήση πυροβόλου όπλου και απειλή με πυροβόλο όπλο.
β. Έχει δηλώσει την ιδιότητά του και έχει απευθύνει σαφή και κατανοητή προειδοποίηση για την επικείμενη χρήση πυροβόλου όπλου, παρέχοντας επαρκή χρόνο ανταπόκρισης …………
γ. Η χρήση πυροβόλου όπλου δεν συνιστά υπερβολικό μέτρο σε σχέση με το είδος της απειλούμενης βλάβης και την επικινδυνότητα της απειλής. Αλλά ακόμη και όταν συντρέχουν οι ανωτέρω αναφερόμενες προϋποθέσεις επιβάλλεται η ηπιότερη χρήση του πυροβόλου όπλου.
Η παράγραφος 3 του ίδιου άρθρου 3 του αυτού νόμου ορίζει: «3. Όταν συντρέχουν οι προϋποθέσεις της προηγούμενης παραγράφου επιβάλλεται η ηπιότερη χρήση του πυροβόλου όπλου… Ως ηπιότερη χρήση πυροβόλου όπλου νοείται η κατά το εδάφιο (δ) του άρθρου 1 κλιμάκωση της χρήσης του με τη μικρότερη δυνατή και αναγκαία προσβολή».
Το εδάφιο (δ) του άρθρου 1 όπου μας παραπέμπει η διάταξη για του τι είναι ηπιότερη χρήση πυροβόλου όπλου αναγράφει τα ακόλουθα:
«δ. …..Ο πυροβολισμός ανάλογα με το στόχο της βολής, κλιμακώνεται, σε (1) εκφοβισμό, όταν δεν στοχεύεται η πλήξη οποιουδήποτε στόχου. (2) κατά πραγμάτων, όταν στοχεύεται η πλήξη πραγμάτων (3) ακινητοποίησης, όταν στοχεύεται η πλήξη μη ζωτικών σημείων του σώματος ανθρώπου και ιδίως των κάτω άκρων αυτού. Και (4) εξουδετέρωσης, όταν στοχεύεται η πλήξη ανθρώπου και πιθανολογείται ακόμη και ο θάνατός του».
Συνεχίζω με την παράθεση και μερικών άλλων παραγράφων του άρθρου 3:«6. Πυροβολισμός ακινητοποίησης ή εξουδετέρωσης απαγορεύεται:α. εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγεί τρίτος από αστοχία ή εξοστρακισμό του βλήματος. β. εναντίον ενόπλου πλήθους, εφόσον υπάρχει σοβαρός κίνδυνος να πληγούν άοπλοι. γ. εναντίον ανηλίκου, εκτός αν αποτελεί το μοναδικό μέσο για την αποτροπή επικείμενου κινδύνου θανάτου.Ως ανήλικος θεωρείται το πρόσωπο που δεν έχει συμπληρώσει το 18ο έτος της ηλικίας του.δ. εναντίον προσώπου που τρέπεται σε φυγή, όταν καλείται να υποστεί νόμιμο έλεγχο.
8. Όταν οι αστυνομικοί ενεργούν ως ομάδα, για τη χρήση πυροβόλου όπλου, απαιτείται προσταγή του επικεφαλής αυτής, εκτός αν ο αστυνομικός δέχεται επίθεση, από την οποίαν απειλείται βαρία σωματική βλάβη ή θάνατός του.
9. Αντισυνταγματική ή προδήλως παράνομη διαταγή ανωτέρω για χρήση πυροβόλου όπλου δεν αίρει τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του αστυνομικού. 10. Κάθε περίπτωση χρήσης όπλων από αστυνομικό αναφέρεται αμέσως στην αρμόδια αστυνομική Υπηρεσία και Δικαστική Αρχή».Ο ίδιος νόμος (άρθρο 4) προβλέπει ότι όταν οι Υγειονομικές Επιτροπές της Ελληνικής Αστυνομίας γνωματεύουν για τη σωματική ικανότητα των αστυνομικών, αποφαίνονται ειδικώς και για την καταλληλότητά τους να φέρουν πυροβόλα όπλα και ότι ΟΛΟΙ οι αστυνομικοί υποβάλλονται σε εξέταση της καταλληλότητάς τους να φέρουν πυροβόλα όπλα μέσα σε ένα έτος μετά τη συμπλήρωση πενταετίας από την αποφοίτηση τους από τις Σχολές Αστυφυλάκων και Αξιωματικών.
Η Επιτροπή της Υγειονομικής Υπηρεσίας της ΕΛ.ΑΣ «διερευνά, με ψυχοτεχνικές δοκιμασίες και συνέντευξη των εξεταζομένων, την εν γένει προσωπικότητα αυτών και κυρίως την αυτοκυριαρχία, τη συναισθηματική σταθερότητα, την κρίση και αντίληψη και ικανότητα προσαρμογής στις μεταβαλλόμενες καταστάσεις και απαιτήσεις και αποφαίνεται σε πρώτο και τελευταίο βαθμό για το αν η προσωπικότητά τους παρέχει τα εχέγγυα για ορθή χρήση του όπλου….»Για τους αστυνομικούς που δεν έχουν υποβληθεί σε ψυχοτεχνικές δοκιμασίες για την εισαγωγή τους στην Αστυνομία, σύμφωνα με την παλαιότερη διαδικασία, προβλέπει ο ίδιος νόμος ότι υποβάλλονται στις δοκιμασίες αυτές μέσα σε πέντε έτη από την έναρξη ισχύος του νόμου δηλαδή μέχρι 24 Ιουλίου 2008. Σε περίπτωση δε που αποτυγχάνουν σ’ αυτές, εφαρμόζονται και για αυτούς οι προαναφερθείσες νέες διατάξεις της κατά τα άνω εξετάσεώς τους για την καταλληλότητά τους να φέρουν πυροβόλα όπλα.
Όσοι αστυνομικοί κριθεί ότι δεν είναι κατάλληλοι να φέρουν πυροβόλο όπλο, εκτελούν υπηρεσία για την οποία δεν κρίνεται απαραίτητη η οπλοφορία (άρθρ. 4 παραγρ. 3).Ο ίδιος νόμος (άρθρο 5) προβλέπει και την εκπαίδευση όλων των αστυνομικών στην οπλοτεχνική – σκοποβολή, τόσο στις Σχολές της Αστυνομίας, όσο και στην Ακαδημία αυτής, και μέχρι την έξοδο του αστυνομικού από την Αστυνομία. Αστυνομικός δε, που για οποιονδήποτε λόγο δεν υποβάλλεται στη συντηρητική εκπαίδευση ή δεν πιστοποιείται κατ’ αυτήν η ικανότητά του, δεν επιτρέπεται να κατέχει ή να φέρει όπλο, αυτό δε που τυχόν κατέχει υποχρεούται να το παραδώσει αμέσως στην Υπηρεσία του (άρθρ. 5 παραγρ. 5).
Τέλος, ο ίδιος νόμος προβλέπει την αύξηση των οργανικών θέσεων των Ψυχολόγων της Αστυνομίας κατά πενήντα πέντε, επτά δε από τις θέσεις αυτές καλύπτονται από ιατρούς με ειδικότητα Ψυχιάτρου (άρθρ. 7). Άκουσα μάλιστα σε τηλεοπτική συζήτηση («ΑΝΤΕΝΑ») ότι οι ανωτέρω Ψυχολόγοι και Ψυχίατροι έχουν ήδη προσληφθεί, χωρίς όμως να αρχίσουν την εξέταση των αστυνομικών, για την οποίαν προσελήφθησαν. Και διάβασα επίσης (εφ. «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» της 13.12.2008) την ανακοίνωση στη Βουλή του αρμοδίου για τη Δημόσια Τάξη Υφυπουργού κ. Παν. Χηνοφώτη σύμφωνα με την οποία η Κυβέρνηση απεφάσισε τη σύσταση ειδικής ομάδας εργασίας, «η οποία θα εξετάσει το νομικό και κανονιστικό πλαίσιο, που διέπει τη χρήση των όπλων».
Προφανώς ο πρώην Αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων της Χώρας, που έσπευσε να παραιτηθεί για να ενισχύσει τη «ΝΕΑ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ», περιλαμβανόμενος στο Ψηφοδέλτιο της Επικρατείας στις εκλογές της 16ης Σεπτεμβρίου του περασμένου χρόνου, δεν έτυχε ποτέ να διαβάσει, όπως θα όφειλε, το ανωτέρω τόσο επαρκές νομικό και κανονιστικό πλαίσιο για τη χρήση των όπλων το οποίον οι Κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ είχαν δημιουργήσει. Και έρχεται τώρα μετά την αγνόηση και μη εφαρμογή αυτής της Νομοθεσίας, όχι να υποσχεθεί, έστω και την ύστατη αυτή στιγμή ότι επί τέλους θα την εφαρμόσει, αλλά μας λέγει ότι κάποια ειδική ομάδα Εργασίας θα εξετάσει αυτή τη Νομοθεσία πριν από την εφαρμογή της!Οι ειδικοί φρουροί, σύμφωνα με το άρθρο 9 του νόμου 2734/1999 (ΦΕΚ Α-161), όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 3 παραγρ. 1 του νόμου 2838/2000 (ΦΕΚ Α-179) και το άρθρο 47 παραγρ. 5 του Π.Δ/τος 14/2001 (ΦΕΚΑ-12/31.12.2001) που προβλέπει τα της οργανώσεως των Υπηρεσιών της Ελληνικής Αστυνομίας (ΕΛ.ΑΣ), «εκτελούν καθήκοντα φύλαξης ευπαθών στόχων αστυνομικού ενδιαφέροντος ιδίως κτιρίων και εγκαταστάσεων δημοσίων υπηρεσιών….». Τονίζεται εδώ ότι στους ειδικούς φρουρούς ανατίθενται, κατά τα άνω, καθήκοντα «φύλαξης». Όχι και καθήκοντα «επιτήρησης».
Η επιτήρηση δε συνίσταται σε διέλευση κατά συχνά χρονικά διαστήματα αστυνομικών από στόχους κτηριακών εγκαταστάσεων προς επισήμανση σ΄αυτές υπόπτων προσώπων ή αντικειμένων (άρθρ. 70 παραγρ. 1 Π.Δ/τος 141/191 ΦΕΚ Α-58/30 Απριλ. 1991). Τοποθετούνται δε οι ειδικοί φρουροί, με διαταγή του Αρχηγού της ΕΛ.ΑΣ, σε Αστυνομικά Τμήματα και σε άλλες Αστυνομικές Υπηρεσίες «αποκλειστικά για την εκτέλεση καθηκόντων φρουράς αστυνομικού καταστήματος και κρατητηρίων ή στόχων, καθώς και για τη φρούρηση και τις μεταγωγές κρατουμένων (άρθρ. 7 παραγρ. 1 Π.Δ/τος 211/2005, ΦΕΚ Α-254/14 Οκτ. 2005). Οι περιπολίες δεν αναγράφονται στην ανωτέρω αποκ��ειστική απαρίθμηση και συνεπώς δεν επιτρέπεται η τοποθέτηση ειδικών φρουρών σε αυτές. Τούτο και για τον πρόσθετο λόγο ότι η αστυνομική περίπολος, τόσον η πεζή, όσον και η μηχανοκίνητη ασκεί και καθήκοντα επιτήρησης (άρθρ. 76 και 77 σε συνδυασμό με άρθρ. 74 του νόμου 2800/2000, ΦΕΚ Α-41/29 Φεβρουαρίου 2000) τα οποία κατά τα προαναφερθέντα, δεν επιτρέπεται να ανατίθενται σε ειδικούς φρουρούς.Κατόπιν των ανωτέρω, ανακύπτει το ερώτημα γιατί υπηρετούσε, και μάλιστα για πολλά χρόνια αποσπασμένος σε αυτό, στο Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων ο δράστης – αστυνομικός, που δεν ήταν στην κυριολεξία αστυνομικός, αλλά ειδικός φρουρός, με αποστολή τη φύλαξη ιδίως κτιρίων ή άλλων ευπαθών στόχων. Και αφού η δουλειά του ήταν, και αυτού και του συγκατηγορούμενου συναδέλφου, η φύλαξη του Αστυνομικού Τμήματος Εξαρχείων ή άλλης εκεί κτιριακής εγκαταστάσεως, πώς βρέθηκε εκτός κτιρίου Αστυνομικού Τμήματος ή κτιρίου άλλης εγκαταστάσεως.
Ποία ήταν η άλλη αυτή μη νόμιμη αποστολή τους και ποιος και γιατί τους την ανάθεσεν.
Προστίθεται ότι οι ειδικοί φρουροί προσλαμβάνονται με το σύστημα των αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια), είναι απόφοιτοι Λυκείου ή άλλης ισότιμης Σχολής, η πρόσληψή τους αποφασίζεται από Τριμελή Επιτροπή την οποίαν αποτελούν ένας Αντιπρόεδρος του Αρείου Πάγου, ένας εκπρόσωπος του ΑΣΕΠ και ένας Διευθυντής του Υπουργείου Δημοσίας Τάξης. Αυτοί αποφάσισαν την πρόσληψη του δράστη – ειδικού φρουρού το 1999 επί ΠΑΣΟΚ. Και με το σύστημα των αντικειμενικών κριτηρίων (μόρια).
Δεν τον προσέλαβε η Κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και μάλιστα χατηρικώς, όπως άφησε να εννοηθεί ο κ. Υπουργός Βορείας Ελλάδος.Τα απαιτούμενα σωματικά προσόντα των υποψηφίων ειδικών φρουρών και οι προκαταρκτικές υγειονομικές ψυχοτεχνικές εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται είναι αυτές που κάθε φορά προβλέπονται για τους υποψηφίους της Σχολής Αστυφυλάκων.Εκείνο που είναι το λάθος είναι «οι προσλαμβανόμενοι ειδικοί φρουροί, υφίστανται κατάλληλη βασική εκπαίδευση για διάστημα τουλάχιστον τριών (3) μηνών σύμφωνα με το νόμο (άρθρ. 9 παραγρ. 8 του νόμου 2734/1999 ΦΕΚ Α-161/5 Αυγούστου 1999) και αυτή που τους γίνεται είναι μόλις τεσσάρων (4) μηνών, ενώ οι νεοπροσλαμβανόμενοι στη Σχολή Αξιωματικών υφίστανται βασική εκπαίδευση τεσσάρων (4) ετών (8 εξάμηνα, άρθρο 3 παραγρ. 1 νόμου 2226/1994 ΦΕΚ Α-122/21 Ιουλίου 1994) και στη Σχολή Αστυφυλάκων δύο και ήμισυ (2 ½ ετών). (5 εξάμηνα άρθρο 2 παραγρ. 1 ανωτέρω νόμου 2226/1994). Από τις πληροφορίες που δημοσιεύονται στο Τύπο διαρρέουν ανεπιτρέπτως λεπτομέρειες της διενεργούμενης προανακρίσεως και το χειρότερο συζητούνται αυτές κατά τέτοιο τρόπον ώστε να δίδεται η εντύπωση ότι οι κατηγορούμενοι αστυνομικοί δικάζονται και καταδικάζονται από τα ΜΜΕ στις διεξαγόμενες τηλεοπτικές δίκες. Και κατά ανεπίτρεπτη αγνόηση της αρχής της διακρίσεως των εξουσιών (Εκτελεστική – Νομοθετική – Δικαστική) σπεύδει ο κ. Πρωθυπουργός να υποσχεθεί την παραδειγματική τιμωρία των κατηγορουμένων.
Δεν επιθυμώ να συμμετάσχω στην απαράδεκτη αυτή τηλεοπτική απρέπεια. Είναι ανεπίτρεπτον άλλωστε να υπεισέλθω σε θέματα που έχουν σχέση με το τεκμήριο αθωότητος του κατηγορουμένου σύμφωνα με το οποίον πρέπει να θεωρείται κάποιος αθώος μέχρις ότου τον κηρύξει ένοχο Δικαστήριο, το οποίο να λειτουργεί με όλες τις από το Σύνταγμα προβλεπόμενες εγγυήσεις.
Κι ακόμη ως Δικηγόρος δεν δικαιούμαι να σχολιάσω το αναφαίρετο δικαίωμα των κατηγορούμενων να απολογηθούν, όπως αυτοί επιθυμούν, έχοντες και τη δυνατότητα ακόμη και ψεύδη να περιλάβουν στις απολογίες τους, προς υπεράσπισή τους.
Ωστόσο, πιστεύω ότι πρέπει να επισημανθεί ότι ο 15χρονος Αλέξης δεν ήταν ένοπλος. Και δεν συνέτρεξε για τον πυροβολήσαντα ειδικό φρουρό «κίνδυνος ένοπλης επίθεσης σε βάρος αυτού ή τρίτου».
Μια άλλη παρατήρηση που πρέπει να γίνει είναι το γιατί η Αστυνομία άφησε να καούν τα πάντα στην Αθήνα, στη Θεσσαλονίκη και άλλες πόλεις, με τη δικαιολογία ότι έπρεπε να αποφευχθεί η ύπαρξη και άλλου ή άλλων ακόμη νεκρών.
Η διάταξη του άρθρου 8 του νόμου 1481/1984 (ΦΕΚΑ-152?8 Οκτωβρίου 1984) ορίζει ότι «1. Σε κάθε Νομό λειτουργεί μία Αστυνομική Διεύθυνση, που έχει ως αποστολή να ασκεί μέσα στα όρια του Νομού το σύνολο των αστυνομικών αρμοδιοτήτων, δηλαδή τη γενική αστυνόμευση, την τροχαία, τη δημόσια ασφάλεια, την κρατική ασφάλεια, την πολιτική κινητοποίηση…».
Το δε άρθρο 17 παραγρ. 1 του Συντάγματος λέγει ότι «1. Η ιδιοκτησία τελεί υπό την προστασία του Κράτους». Εξ’ άλλου, οι αστυνομικοί πρέπει να έχουν πάντοτε ως γνώμονα των ενεργειών τους «την εξασφάλιση της δημόσιας τάξης και ασφάλειας, την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και τη διαφύλαξη των νόμιμων συμφερόντων των πολιτών (άρθρ. 2 παραγρ. 5 Π.Δ/τος 538/1989 (ΦΕΚ Α’-224/6 Οκτωβρίου 1989). Και δεν υποχρεούνται να εκτελούν τις οποιεσδήποτε διαταγές των ανωτέρω τους και των Υπουργών περιλαμβανομένων, παρά μόνον αυτές «που δίδονται κατά τους νόμιμους τύπους». (άρθρ. 3 παραγρ. 1 ανωτέρω Π.Δ/τος 538/1989). Και δεν πιστεύω ότι οι Κυβερνητικές και συνακόλουθα των ανωτέρω τους εντολές περί αποχής από την άσκηση των νόμιμων καθηκόντων τους δόθηκαν στα εγκληματικώς αδρανήσαντας όργανα της ΕΛ.ΑΣ «κατά τους νόμιμους τύπους». Υπάρχουν εν προκειμένω ποινικές ευθύνες των οργάνων της Αστυνομίας που άφησαν να καεί το Κέντρο των Αθηνών, της Θεσσαλονίκης και των άλλων πόλεων και αστικές (αποζημιώσεις) του Ελληνικού Δημοσίου για παραλείψεις των οργάνων του.
Και φυσικά υπάρχουν και ευθύνες του αρμοδίου Υπουργού που έδωσε την παράνομη εντολή να μην εκτελέσει η Αστυνομία τα νόμιμα καθήκοντά της.
Η δε αιτιολογία της αποφυγής δράσεως της Αστυνομίας για να μην υπάρξει και δεύτερος νεκρός, όσον και αν εντάσσεται σε μία παγιωμένη πλέον θέση και πρακτική της παρούσης Κυβερνήσεως, περί αποχής από κάθε ενέργεια η οποία ενδέχεται να έχει γι αυτήν πολιτικό κόστος, δεν είναι ωστόσο ούτε νομικώς, ούτε πολιτικώς ορθή, διότι οδηγεί στην ακύρωση αυτής της ίδιας της υπάρξεως της Αστυνομίας και συνακόλουθα της Κρατικής Εξουσίας. Σε όλα αυτά προστίθεται και ανοχή που η παρούσα Κυβέρνηση έχει δείξει σε ότι αφορά στη συμπεριφορά των αστυνομικών προς τους Πολίτες. Μία συμπεριφορά αυταρχική και απαράδεκτη την οποίαν ενίσχυσαν οι ανοησίες Πολύδωρα περί του ότι οι αστυνομικοί είναι «Πραίτωρες» και τα τοιαύτα, καθώς και η ατιμωρισία τους για περιπτώσεις κακοποιήσεως πολιτών με αποκορύφωμα την περίπτωση της Θεσσαλονίκης, όπου την άγρια κακοποίηση του Κύπριου φοιτητή, Αστυνομία και Κυβέρνηση προσπάθησαν να την δικαιολογήσουν με τον αστείο ισχυρισμό «της ζαρντινιέρας».
Και να σκεφθεί κανείς ότι όταν το 2004 ανελάμβανε την Εξουσία η σημερινή Κυβέρνηση δια στόματος του Υπουργού της Δημόσιας Τάξεως κ. Γεωργ. Βουλγαράκη είχε δημόσια παραδεχθεί ότι παραλαμβάνει μία αρτίως οργανωμένη Αστυνομία. Βέβαια, για να είμαστε σωστοί, ούτε και τότε ήταν καλή η λειτουργία της Αστυνομίας. Είχε και τις ελλείψεις και τα προβλήματά της. Πάντως ήταν ασυγκρίτως πολύ καλύτερη από σήμερα. Και είχε αρχίσει να κερδίζει, έστω και χλιαρά, την κοινωνική συναίνεση και αποδοχή.
Η Αστυνομία του Μαρτίου του 2004 ήταν η Αστυνομία που είχε εξαρθρώσει την 17 Νοέμβρη.
Ηταν η Αστυνομία των Ολυμπιακών Αγώνων. Η νέα διακυβέρνηση άλλαξε με κομματικά κριτήρια των Ηγεσία της και κινήθηκε με γνώμονα τη ρουσφετολογική αντιμετώπιση των τοποθετήσεων και αποσπάσεων των αστυνομικών. Στα πλαίσια αυτής της πολιτικής το Αστυνομικό Τμήμα Εξαρχείων έγινε το Τμήμα στο οποίον στάλθηκαν οι κομματικώς ανεπιθύμητοι και οι ακατάλληλοι. Οι «νταήδες» αντί των ήρεμων και φυσιολογικών.
Δυστυχώς η χώρα βρίσκεται δίχως δημόσια ασφάλεια και χωρίς σοβαρή Κυβέρνηση. Κι αυτή είναι πολύ δυσάρεστη διαπίστωση για όλους τους Ελληνες, είτε ψήφισαν στις τελευταίες εκλογές το Κυβερνόν Κόμμα, είτε όχι. Διότι πρέπει σε κάθε περίπτωση να έχομε Κράτος και ατυχώς, με αυταρχική και διαλυμένη Αστυνομία και ανύπαρκτη Κυβέρνηση, Κράτος δεν έχομεν.