Προσκεκλημένη στην Ετήσια Γενική Συνέλευση της Ένωσης Ξενοδόχων Αθηνών – Αττικής, η Βουλευτής του ΠΑΣΟΚ και πολιτική εκπρόσωπος θεμάτων τουρισμού κ. Άντζελα Γκερέκου απευθύνθηκε στα μέλη της Ένωσης, τονίζοντας την ανάγκη έγκαιρης προετοιμασίας και εφαρμογής ενός σχεδίου στήριξης του τουριστικού τομέα της χώρας, ο οποίος είναι πιθανόν να πληγεί από την οικονομική κρίση κατά τη επόμενη τουριστική σεζόν. Παράλληλα η κ. Γκερέκου ανήγγειλε ότι το ΠΑΣΟΚ επεξεργάζεται δέσμη προτάσεων και θέσεων, ειδικά για τη στήριξη της τουριστικής οικονομίας της χώρας, η οποία θα ανακοινωθεί σύντομα. Ολόκληρο το κείμενο της ομιλίας της κ. Γκερέκου, είχε ως εξής:
Πρώτα απ’ όλα, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Προεδρείο της Ένωσης Ξενοδόχων Αττικής για την πρόσκληση που μου έκανε, να παραβρεθώ σήμερα εδώ μαζί σας, στην Ετήσια Γενική Συνέλευση σας, έχοντας παράλληλα και την τιμή να εκπροσωπώ και τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ κ. Γιώργο Παπανδρέου. Η αλήθεια είναι ότι η συνάντησή μας εδώ σήμερα, γίνεται μέσα σε μια ιδιαίτερη δύσκολη συγκυρία, η οποία σχετίζεται προφανώς με τη γενικότερη παγκόσμια οικονομική κρίση.
Δύσκολα μπορεί κανείς σήμερα να είναι αισιόδοξος. Γνωρίζετε άλλωστε όλοι καλά, ότι όλες οι αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι οι δύο κλάδοι της οικονομίας, οι οποίοι ενδεχομένως θα επηρεαστούν δυσμενέστερα από την κρίση, είναι ο κλάδος των Κατασκευών και ο κλάδος του Τουρισμού. Επομένως, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η μεγαλύτερη δυνατή αισιοδοξία που μπορεί να υπάρξει, βρίσκεται μόνο στο στόχο του «περιορισμού των απωλειών». Δεν έχω σκοπό εδώ σήμερα, ούτε να αναφερθώ σε καινοφανή πράγματα, ούτε να σπείρω πανικό εκεί που δεν χρειάζεται. Είναι άλλο όμως, να εφησυχάζουμε και να εθελοτυφλούμε και άλλο να μπορούμε ψύχραιμα και αντικειμενικά, να δούμε πως ακριβώς έχει η κατάσταση και να προετοιμαζόμαστε για κάθε ενδεχόμενο. Εγώ προσωπικά από τις δύο επιλογές, προτιμώ σαφώς τη δεύτερη – όσο και αν δεν μου είναι τόσο ευχάριστη, όσο η πρώτη.
Είναι αλήθεια ότι σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν άλλες Ευρωπαϊκές χώρες λόγω της κρίσης, η δική μας χώρα, δεν έχει βιώσει ακόμη σοβαρά προβλήματα. Αυτό φυσικά δεν οφείλεται στις… «εμπνευσμένες» επιλογές του Οικονομικού Επιτελείου της Κυβέρνησης (κάθε άλλο μάλιστα…) αλλά οφείλεται κυρίως στο ότι ο εγχώριος χρηματοπιστωτικός τομέας, δεν είχε ακολουθήσει τον αντίστοιχο διεθνή χρηματοπιστωτικό τομέα, ούτε σε ιδιαίτερα «παράλογες» επιλογές, ούτε στην προώθηση τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών υψηλού ρίσκου. Μπορεί να πει κανείς ότι, για μία και μοναδική φορά, η καθυστέρησή μας να παρακολουθήσουμε τις διεθνείς εξελίξεις, τελικά μάλλον μας ωφέλησε.
Αυτό σημαίνει, ότι δεν έχουμε πρόβλημα;; Φυσικά και όχι. Πρόβλημα έχουμε, και μάλιστα σημαντικό. Κι αυτό πολύ απλά, φαίνεται από την απροθυμία των Τραπεζών να ενισχύσουν την αγορά στο βαθμό που χρειάζεται, για να κινείται εύρυθμα. Με άλλα λόγια, όταν υπάρχουν προβλήματα στον επαγγελματικό / επιχειρηματικό δανεισμό, τότε ολόκληρη η αγορά έχει πρόβλημα. Το ίδιο έχουμε και εμείς. Βέβαια το πρόβλημα αυτό αφορά συνολικά την οικονομική δραστηριότητα της χώρας – αλλά αφορά και πλήττει άμεσα και τον κλάδο του Τουρισμού. Και όταν μιλάμε για μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου ο Τουρισμός σύμφωνα με τους συντηρητικότερους υπολογισμούς συνεισφέρει στο 18% του ΑΕΠ – τότε το πρόβλημα είναι εξαιρετικά σοβαρό…
Είναι αλήθεια ότι σε περιόδους οικονομικής στενότητας, ένα από τα πρώτα έξοδα τα οποία σκέφτεται να περικόψει κανείς, είναι και τα έξοδα που αφορούν την αναψυχή. Αν λάβει τώρα κανείς υπόψη του, ότι στις δύο βασικές τροφοδότριες χώρες μας σε επισκέπτες – στη Μ. Βρετανία και τη Γερμανία – τα αποτελέσματα της κρίσης είναι σοβαρότερα από ότι εδώ και έχουν αρχίσει να επηρεάζουν το επίπεδο της πρακτικής καθημερινότητας, τότε τα πράγματα, λογικά φαίνονται δύσκολα για την επόμενη τουριστική σεζόν της χώρας μας. Αυτό το ξέρουμε όλοι – το υποθέτουμε ότι μπορεί να συμβεί – έχουμε τα πρώτα σημάδια του στο επίπεδο των κρατήσεων – αλλά έχω την αίσθηση ότι από πλευράς Πολιτείας τουλάχιστον, δεν υπάρχει η ανάλογη προετοιμασία για την αντιμετώπιση αυτής της πιθανής κρίσης που έρχεται.
Η Αττική και η Αθήνα, έχουν το προνόμιο να μην είναι σε απόλυτο βαθμό «εγκλωβισμένες», στην έντονη εποχικότητα των υπολοίπων τουριστικών περιοχών της περιφέρειας. Φυσικά και επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό, από τη συνολική εποχικότητα του «Ελληνικού Τουριστικού Προϊόντος» - έχουν όμως και μια σειρά άλλων δυνατοτήτων, τις οποίες μπορούν να εκμεταλλευθούν σε επίπεδο 12μηνης λειτουργίας.
Μία από τις ευκαιρίες αυτές – ίσως η μεγαλύτερη απ’ όλες – ήταν και αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Για να είμαι δίκαιη θα πρέπει να πω, ότι εκμεταλλευθήκαμε την ευκαιρία αυτή, στο επίπεδο της ανανέωσης και αναβάθμισης των ξενοδοχειακών υποδομών της Αττικής. Αλλά μόνο εκεί και μάλλον πουθενά αλλού. Τα Ολυμπιακά Έργα, μπορούσαν και έπρεπε να αποτελέσουν το «ενεργό πλαίσιο» για την αναζωογόνηση της τουριστικής κίνησης στην Αθήνα σε 12μηνη βάση. Μπορούσαν και έπρεπε να λειτουργήσουν, σαν ένα δίκτυο υποδομών το οποίο θα άλλαζε ολόκληρη τη ζωή και την εικόνα της Αττικής και της Αθήνας και θα την «επανα-τοποθετούσαν» με διαφορετικό, προνομιακό τρόπο στο διεθνή χάρτη. Τα Ολυμπιακά Έργα, δεν έγιναν για να υπάρχουν ως «άψυχα μνημεία» στο μέλλον. Ούτε έγιναν προφανώς, για να εγκαταλειφθούν στην τύχη τους και να αποτελούν θλιβερά παραδείγματα αναξιοποίητων δυνατοτήτων – οι οποίες, το μόνο που μπορούν να κάνουν πλέον, είναι να επιβαρύνουν το κράτος με το κόστος συντήρησής τους.
Ναι, στο μυαλό όλων μας, γυρνάει το παράδειγμα της Βαρκελώνης, την οποία μονίμως χρησιμοποιούμε ως μέτρο σύγκρισης, αλλά, όπως και σήμερα βλέπουμε, μονίμως υπολειπόμαστε από αυτή. Η ευκαιρία αυτή χάθηκε. Τέσσερα χρόνια μετά (μετά ακόμη και από τους επόμενους Ολυμπιακούς του Πεκίνου) ακόμη γίνονται συζητήσεις για την «αξιοποίηση των Ολυμπιακών Έργων»… είναι τραγικό αν το σκεφτεί κανείς αυτό…
Όμως η ευκαιρία αυτή, δεν ήταν μία, αλλά πολλές. Γιατί πολλές ήταν και οι επιμέρους δυνατότητες τις οποίες θα μπορούσαν να ενισχύσει η σωστή εκμετάλλευση των Ολυμπιακών Έργων. Πάρτε για παράδειγμα το Συνεδριακό Τουρισμό – μια δραστηριότητα που θα μπορούσε να βρει προνομιακό πεδίο ανάπτυξης σε ένα αστικό περιβάλλον όπως αυτό της Αττικής και της Αθήνας. Κι όμως, τα βήματα που έχουν γίνει στην ανάπτυξη υποδομών με στόχο το Συνεδριακό Τουρισμό, είναι μηδαμινά σε σχέση με τις υπάρχουσες δυνατότητες, που προσφέρονταν από μια σωστή «μετα-Ολυμπιακή» διαχείριση των έργων.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, σε σχέση με την Αθήνα και την Αττική. Προσωπικά, όσο κι αν ψάξω, δεν μπορώ να βρω άλλη πρωτεύουσα στον κόσμο που να έχει τόσες πολλές δυνατότητες ανάπτυξης στο πεδίο του Πολιτιστικού Τουρισμού και να τις έχει σε τέτοιο βαθμό αναξιοποίητες, όσο η Αθήνα. Η Αθήνα, δεν είναι μια πόλη «φιλική» προς τους επισκέπτες (λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως δεν είναι ούτε καν μια πόλη «φιλική» προς τους ίδιους τους κατοίκους της…). Έχουμε δημιουργήσει μια πόλη σχεδόν «γκρίζα», με ελάχιστα σημεία πρασίνου και ούτε ένα αξιοπρεπές πάρκο ευρωπαϊκών προδιαγραφών - Έχουμε δημιουργήσει μια πόλη με χαοτική κυκλοφορία, στην οποία ακόμη και ο πεζός δυσκολεύεται να κυκλοφορήσει στα πεζοδρόμια - Έχουμε δημιουργήσει μια πόλη με πυκνή και άναρχη δόμηση, με ελάχιστες ευκαιρίες αναψυχής και με ορατή ατμοσφαιρική ρύπανση. Η Αθήνα, θα έπρεπε να είναι μια πόλη με κεντρικό της άξονα τη φιλικότητα προς τον επισκέπτη της – θα έπρεπε να είναι μια πόλη, συνολικά προσανατολισμένη στο να προβάλει το μοναδικό στον κόσμο πολιτιστικό της πλούτο. Και όταν λέμε ότι θα έπρεπε να είναι μια «πόλη φιλική» για τους επισκέπτες της, εννοούμε όλους τους επισκέπτες και ιδιαίτερα τα Άτομα με Αναπηρία, για τα οποία απαιτείται μια ιδιαίτερη, στοχευμένη τουριστική πολιτική υποδομών.
Ακόμη και έτσι όμως, δεν κάνουμε ούτε την ελάχιστη προσπάθεια, για να προβάλουμε τα όποια θετικά και τα πλεονεκτήματά της. Δεν βλέπω να υπάρχει μια έντονη, στοχευμένη και αποτελεσματική επικοινωνιακή προβολή της Αθήνας και της Αττικής. Δεν έχουμε δημιουργήσει μια συγκεκριμένη «επικοινωνιακή ταυτότητα» της Αθήνας ως «τόπου τελικού προορισμού». Κατά τη γνώμη μου το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο: να κάνουμε την Αθήνα το «βασικό λόγο επίσκεψης» της χώρας και να μη δημιουργούμε την εντύπωση, ότι η Αθήνα είναι απλά ένα «υποχρεωτικό transit» για τα νησιά ή τους υπόλοιπους δημοφιλείς προορισμούς. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα επιμηκύνουμε την παραμονή στην Αθήνα, και μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταφέρουμε να την εντάξουμε στο συνολικό τουριστικό χάρτη της «χώρας». Η Αθήνα πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζεται από τους επισκέπτες ως το «μέρος που αναγκαστικά θα διανυκτερεύσουμε για να δούμε την Ακρόπολη, πριν φύγουμε».
Όλα αυτά όμως φίλες και φίλοι, απαιτούν κεντρικό ενδιαφέρον από πλευράς Πολιτείας, απαιτούν μεθοδική οργάνωση και απαιτούν άμεσες πρωτοβουλίες και αποφάσεις. Με λίγα λόγια, απαιτούν να έχουμε ένα σαφή στόχο στο μυαλό μας για την τουριστική στρατηγική της Αθήνας και της Αττικής, όπως εξάλλου πρέπει να συμβαίνει για όλη τη χώρα. Με βάση όλα τα «δύσκολα» που έχουμε μπροστά μας, αυτό δεν είναι απλά χρήσιμο, αλλά απαραίτητο και αναγκαίο να γίνει. Και μάλιστα, άμεσα. Γιατί, σε κάθε περίπτωση, ο Τουρισμός – όσο και αν πρόκειται να περάσει από μια δύσκολη περίοδο – τελικά θα συνεχίσει να είναι ο κυρίαρχος άξονας της Οικονομίας μας αλλά και το «όπλο» μας, για να αντεπεξέλθουμε με τις δυνατόν μικρότερες απώλειες από τη συνολική κρίση.
Το ΠΑΣΟΚ επεξεργάζεται συγκεκριμένη δέσμη θέσεων και προτάσεων, ειδικά για την αντιμετώπιση της πιθανής κρίσης στον τομέα του Ελληνικού Τουρισμού. Δεν πρόκειται να μπούμε σε «αγώνα ταχύτητας» με την Κυβέρνηση, ως προς το ποιος θα αναγγείλει πρώτος τις προτάσεις του. Κι αυτό γιατί για εμάς, το ζητούμενο δεν είναι η «υπόσχεση» αλλά η «εφαρμογή» - και για το λόγο αυτό, εκείνο που μας ενδιαφέρει πρωτίστως, είναι οι προτάσεις αυτές να είναι υλοποιήσιμες και όχι ανεφάρμοστες. Έχουμε συγκεντρώσει τις θέσεις και τα αιτήματα όλων των θεσμικών φορέων και με βάση αυτό το υλικό θα καταλήξουμε στις αποφάσεις μας, οι οποίες πιστεύω ότι θα ανακοινωθούν σύντομα, μετά από σχετική συνάντηση που θα έχει ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με εκπροσώπους των φορέων του Ελληνικού Τουρισμού. Ενδεικτικά όμως εδώ μπορώ να σας πω, ότι στις προτάσεις μας περιλαμβάνεται η εξασφάλιση της διοχέτευσης ενός σημαντικού τμήματος της ενίσχυσης ρευστότητας που θα δοθεί στον τραπεζικό τομέα, στις τουριστικές επιχειρήσεις αλλά και η απόσυρση του μέτρου καταβολής του ΕΤΑΚ για τα τουριστικά καταλύματα. Στόχος των προτάσεών μας σε κάθε περίπτωση, είναι η ενίσχυση και η στήριξη του τουριστικού τομέα και κυρίως των εργαζομένων στον τουρισμό στη χώρα μας.
Πρώτα απ’ όλα, θα ήθελα να ευχαριστήσω το Προεδρείο της Ένωσης Ξενοδόχων Αττικής για την πρόσκληση που μου έκανε, να παραβρεθώ σήμερα εδώ μαζί σας, στην Ετήσια Γενική Συνέλευση σας, έχοντας παράλληλα και την τιμή να εκπροσωπώ και τον Πρόεδρο του ΠΑΣΟΚ κ. Γιώργο Παπανδρέου. Η αλήθεια είναι ότι η συνάντησή μας εδώ σήμερα, γίνεται μέσα σε μια ιδιαίτερη δύσκολη συγκυρία, η οποία σχετίζεται προφανώς με τη γενικότερη παγκόσμια οικονομική κρίση.
Δύσκολα μπορεί κανείς σήμερα να είναι αισιόδοξος. Γνωρίζετε άλλωστε όλοι καλά, ότι όλες οι αναλύσεις συγκλίνουν στο ότι οι δύο κλάδοι της οικονομίας, οι οποίοι ενδεχομένως θα επηρεαστούν δυσμενέστερα από την κρίση, είναι ο κλάδος των Κατασκευών και ο κλάδος του Τουρισμού. Επομένως, για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, η μεγαλύτερη δυνατή αισιοδοξία που μπορεί να υπάρξει, βρίσκεται μόνο στο στόχο του «περιορισμού των απωλειών». Δεν έχω σκοπό εδώ σήμερα, ούτε να αναφερθώ σε καινοφανή πράγματα, ούτε να σπείρω πανικό εκεί που δεν χρειάζεται. Είναι άλλο όμως, να εφησυχάζουμε και να εθελοτυφλούμε και άλλο να μπορούμε ψύχραιμα και αντικειμενικά, να δούμε πως ακριβώς έχει η κατάσταση και να προετοιμαζόμαστε για κάθε ενδεχόμενο. Εγώ προσωπικά από τις δύο επιλογές, προτιμώ σαφώς τη δεύτερη – όσο και αν δεν μου είναι τόσο ευχάριστη, όσο η πρώτη.
Είναι αλήθεια ότι σε σχέση με τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν άλλες Ευρωπαϊκές χώρες λόγω της κρίσης, η δική μας χώρα, δεν έχει βιώσει ακόμη σοβαρά προβλήματα. Αυτό φυσικά δεν οφείλεται στις… «εμπνευσμένες» επιλογές του Οικονομικού Επιτελείου της Κυβέρνησης (κάθε άλλο μάλιστα…) αλλά οφείλεται κυρίως στο ότι ο εγχώριος χρηματοπιστωτικός τομέας, δεν είχε ακολουθήσει τον αντίστοιχο διεθνή χρηματοπιστωτικό τομέα, ούτε σε ιδιαίτερα «παράλογες» επιλογές, ούτε στην προώθηση τραπεζικών προϊόντων και υπηρεσιών υψηλού ρίσκου. Μπορεί να πει κανείς ότι, για μία και μοναδική φορά, η καθυστέρησή μας να παρακολουθήσουμε τις διεθνείς εξελίξεις, τελικά μάλλον μας ωφέλησε.
Αυτό σημαίνει, ότι δεν έχουμε πρόβλημα;; Φυσικά και όχι. Πρόβλημα έχουμε, και μάλιστα σημαντικό. Κι αυτό πολύ απλά, φαίνεται από την απροθυμία των Τραπεζών να ενισχύσουν την αγορά στο βαθμό που χρειάζεται, για να κινείται εύρυθμα. Με άλλα λόγια, όταν υπάρχουν προβλήματα στον επαγγελματικό / επιχειρηματικό δανεισμό, τότε ολόκληρη η αγορά έχει πρόβλημα. Το ίδιο έχουμε και εμείς. Βέβαια το πρόβλημα αυτό αφορά συνολικά την οικονομική δραστηριότητα της χώρας – αλλά αφορά και πλήττει άμεσα και τον κλάδο του Τουρισμού. Και όταν μιλάμε για μια χώρα όπως η Ελλάδα, όπου ο Τουρισμός σύμφωνα με τους συντηρητικότερους υπολογισμούς συνεισφέρει στο 18% του ΑΕΠ – τότε το πρόβλημα είναι εξαιρετικά σοβαρό…
Είναι αλήθεια ότι σε περιόδους οικονομικής στενότητας, ένα από τα πρώτα έξοδα τα οποία σκέφτεται να περικόψει κανείς, είναι και τα έξοδα που αφορούν την αναψυχή. Αν λάβει τώρα κανείς υπόψη του, ότι στις δύο βασικές τροφοδότριες χώρες μας σε επισκέπτες – στη Μ. Βρετανία και τη Γερμανία – τα αποτελέσματα της κρίσης είναι σοβαρότερα από ότι εδώ και έχουν αρχίσει να επηρεάζουν το επίπεδο της πρακτικής καθημερινότητας, τότε τα πράγματα, λογικά φαίνονται δύσκολα για την επόμενη τουριστική σεζόν της χώρας μας. Αυτό το ξέρουμε όλοι – το υποθέτουμε ότι μπορεί να συμβεί – έχουμε τα πρώτα σημάδια του στο επίπεδο των κρατήσεων – αλλά έχω την αίσθηση ότι από πλευράς Πολιτείας τουλάχιστον, δεν υπάρχει η ανάλογη προετοιμασία για την αντιμετώπιση αυτής της πιθανής κρίσης που έρχεται.
Η Αττική και η Αθήνα, έχουν το προνόμιο να μην είναι σε απόλυτο βαθμό «εγκλωβισμένες», στην έντονη εποχικότητα των υπολοίπων τουριστικών περιοχών της περιφέρειας. Φυσικά και επηρεάζονται σε μεγάλο βαθμό, από τη συνολική εποχικότητα του «Ελληνικού Τουριστικού Προϊόντος» - έχουν όμως και μια σειρά άλλων δυνατοτήτων, τις οποίες μπορούν να εκμεταλλευθούν σε επίπεδο 12μηνης λειτουργίας.
Μία από τις ευκαιρίες αυτές – ίσως η μεγαλύτερη απ’ όλες – ήταν και αυτή των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004. Για να είμαι δίκαιη θα πρέπει να πω, ότι εκμεταλλευθήκαμε την ευκαιρία αυτή, στο επίπεδο της ανανέωσης και αναβάθμισης των ξενοδοχειακών υποδομών της Αττικής. Αλλά μόνο εκεί και μάλλον πουθενά αλλού. Τα Ολυμπιακά Έργα, μπορούσαν και έπρεπε να αποτελέσουν το «ενεργό πλαίσιο» για την αναζωογόνηση της τουριστικής κίνησης στην Αθήνα σε 12μηνη βάση. Μπορούσαν και έπρεπε να λειτουργήσουν, σαν ένα δίκτυο υποδομών το οποίο θα άλλαζε ολόκληρη τη ζωή και την εικόνα της Αττικής και της Αθήνας και θα την «επανα-τοποθετούσαν» με διαφορετικό, προνομιακό τρόπο στο διεθνή χάρτη. Τα Ολυμπιακά Έργα, δεν έγιναν για να υπάρχουν ως «άψυχα μνημεία» στο μέλλον. Ούτε έγιναν προφανώς, για να εγκαταλειφθούν στην τύχη τους και να αποτελούν θλιβερά παραδείγματα αναξιοποίητων δυνατοτήτων – οι οποίες, το μόνο που μπορούν να κάνουν πλέον, είναι να επιβαρύνουν το κράτος με το κόστος συντήρησής τους.
Ναι, στο μυαλό όλων μας, γυρνάει το παράδειγμα της Βαρκελώνης, την οποία μονίμως χρησιμοποιούμε ως μέτρο σύγκρισης, αλλά, όπως και σήμερα βλέπουμε, μονίμως υπολειπόμαστε από αυτή. Η ευκαιρία αυτή χάθηκε. Τέσσερα χρόνια μετά (μετά ακόμη και από τους επόμενους Ολυμπιακούς του Πεκίνου) ακόμη γίνονται συζητήσεις για την «αξιοποίηση των Ολυμπιακών Έργων»… είναι τραγικό αν το σκεφτεί κανείς αυτό…
Όμως η ευκαιρία αυτή, δεν ήταν μία, αλλά πολλές. Γιατί πολλές ήταν και οι επιμέρους δυνατότητες τις οποίες θα μπορούσαν να ενισχύσει η σωστή εκμετάλλευση των Ολυμπιακών Έργων. Πάρτε για παράδειγμα το Συνεδριακό Τουρισμό – μια δραστηριότητα που θα μπορούσε να βρει προνομιακό πεδίο ανάπτυξης σε ένα αστικό περιβάλλον όπως αυτό της Αττικής και της Αθήνας. Κι όμως, τα βήματα που έχουν γίνει στην ανάπτυξη υποδομών με στόχο το Συνεδριακό Τουρισμό, είναι μηδαμινά σε σχέση με τις υπάρχουσες δυνατότητες, που προσφέρονταν από μια σωστή «μετα-Ολυμπιακή» διαχείριση των έργων.
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό, σε σχέση με την Αθήνα και την Αττική. Προσωπικά, όσο κι αν ψάξω, δεν μπορώ να βρω άλλη πρωτεύουσα στον κόσμο που να έχει τόσες πολλές δυνατότητες ανάπτυξης στο πεδίο του Πολιτιστικού Τουρισμού και να τις έχει σε τέτοιο βαθμό αναξιοποίητες, όσο η Αθήνα. Η Αθήνα, δεν είναι μια πόλη «φιλική» προς τους επισκέπτες (λογικό, αν σκεφτεί κανείς πως δεν είναι ούτε καν μια πόλη «φιλική» προς τους ίδιους τους κατοίκους της…). Έχουμε δημιουργήσει μια πόλη σχεδόν «γκρίζα», με ελάχιστα σημεία πρασίνου και ούτε ένα αξιοπρεπές πάρκο ευρωπαϊκών προδιαγραφών - Έχουμε δημιουργήσει μια πόλη με χαοτική κυκλοφορία, στην οποία ακόμη και ο πεζός δυσκολεύεται να κυκλοφορήσει στα πεζοδρόμια - Έχουμε δημιουργήσει μια πόλη με πυκνή και άναρχη δόμηση, με ελάχιστες ευκαιρίες αναψυχής και με ορατή ατμοσφαιρική ρύπανση. Η Αθήνα, θα έπρεπε να είναι μια πόλη με κεντρικό της άξονα τη φιλικότητα προς τον επισκέπτη της – θα έπρεπε να είναι μια πόλη, συνολικά προσανατολισμένη στο να προβάλει το μοναδικό στον κόσμο πολιτιστικό της πλούτο. Και όταν λέμε ότι θα έπρεπε να είναι μια «πόλη φιλική» για τους επισκέπτες της, εννοούμε όλους τους επισκέπτες και ιδιαίτερα τα Άτομα με Αναπηρία, για τα οποία απαιτείται μια ιδιαίτερη, στοχευμένη τουριστική πολιτική υποδομών.
Ακόμη και έτσι όμως, δεν κάνουμε ούτε την ελάχιστη προσπάθεια, για να προβάλουμε τα όποια θετικά και τα πλεονεκτήματά της. Δεν βλέπω να υπάρχει μια έντονη, στοχευμένη και αποτελεσματική επικοινωνιακή προβολή της Αθήνας και της Αττικής. Δεν έχουμε δημιουργήσει μια συγκεκριμένη «επικοινωνιακή ταυτότητα» της Αθήνας ως «τόπου τελικού προορισμού». Κατά τη γνώμη μου το σημείο αυτό είναι ιδιαίτερα κρίσιμο: να κάνουμε την Αθήνα το «βασικό λόγο επίσκεψης» της χώρας και να μη δημιουργούμε την εντύπωση, ότι η Αθήνα είναι απλά ένα «υποχρεωτικό transit» για τα νησιά ή τους υπόλοιπους δημοφιλείς προορισμούς. Μόνο με αυτό τον τρόπο θα επιμηκύνουμε την παραμονή στην Αθήνα, και μόνο με αυτό τον τρόπο θα καταφέρουμε να την εντάξουμε στο συνολικό τουριστικό χάρτη της «χώρας». Η Αθήνα πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζεται από τους επισκέπτες ως το «μέρος που αναγκαστικά θα διανυκτερεύσουμε για να δούμε την Ακρόπολη, πριν φύγουμε».
Όλα αυτά όμως φίλες και φίλοι, απαιτούν κεντρικό ενδιαφέρον από πλευράς Πολιτείας, απαιτούν μεθοδική οργάνωση και απαιτούν άμεσες πρωτοβουλίες και αποφάσεις. Με λίγα λόγια, απαιτούν να έχουμε ένα σαφή στόχο στο μυαλό μας για την τουριστική στρατηγική της Αθήνας και της Αττικής, όπως εξάλλου πρέπει να συμβαίνει για όλη τη χώρα. Με βάση όλα τα «δύσκολα» που έχουμε μπροστά μας, αυτό δεν είναι απλά χρήσιμο, αλλά απαραίτητο και αναγκαίο να γίνει. Και μάλιστα, άμεσα. Γιατί, σε κάθε περίπτωση, ο Τουρισμός – όσο και αν πρόκειται να περάσει από μια δύσκολη περίοδο – τελικά θα συνεχίσει να είναι ο κυρίαρχος άξονας της Οικονομίας μας αλλά και το «όπλο» μας, για να αντεπεξέλθουμε με τις δυνατόν μικρότερες απώλειες από τη συνολική κρίση.
Το ΠΑΣΟΚ επεξεργάζεται συγκεκριμένη δέσμη θέσεων και προτάσεων, ειδικά για την αντιμετώπιση της πιθανής κρίσης στον τομέα του Ελληνικού Τουρισμού. Δεν πρόκειται να μπούμε σε «αγώνα ταχύτητας» με την Κυβέρνηση, ως προς το ποιος θα αναγγείλει πρώτος τις προτάσεις του. Κι αυτό γιατί για εμάς, το ζητούμενο δεν είναι η «υπόσχεση» αλλά η «εφαρμογή» - και για το λόγο αυτό, εκείνο που μας ενδιαφέρει πρωτίστως, είναι οι προτάσεις αυτές να είναι υλοποιήσιμες και όχι ανεφάρμοστες. Έχουμε συγκεντρώσει τις θέσεις και τα αιτήματα όλων των θεσμικών φορέων και με βάση αυτό το υλικό θα καταλήξουμε στις αποφάσεις μας, οι οποίες πιστεύω ότι θα ανακοινωθούν σύντομα, μετά από σχετική συνάντηση που θα έχει ο Πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ με εκπροσώπους των φορέων του Ελληνικού Τουρισμού. Ενδεικτικά όμως εδώ μπορώ να σας πω, ότι στις προτάσεις μας περιλαμβάνεται η εξασφάλιση της διοχέτευσης ενός σημαντικού τμήματος της ενίσχυσης ρευστότητας που θα δοθεί στον τραπεζικό τομέα, στις τουριστικές επιχειρήσεις αλλά και η απόσυρση του μέτρου καταβολής του ΕΤΑΚ για τα τουριστικά καταλύματα. Στόχος των προτάσεών μας σε κάθε περίπτωση, είναι η ενίσχυση και η στήριξη του τουριστικού τομέα και κυρίως των εργαζομένων στον τουρισμό στη χώρα μας.